Η δημοσιοποίηση της συμφωνίας ανάμεσα στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και τους «τρεις θεσμούς» (όπως συμφώνησαν να αποκαλούν την τρόικα) επιβεβαιώνει ότι αυτό που συνυπέγραψαν οι δύο πλευρές αποτελεί συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του προηγούμενου προγράμματος, όπως η αυστηρή επιτήρηση, η αξιολόγηση πριν από την εκταμίευση των δόσεων και η δέσμευση σε συγκεκριμένες αντιλαϊκές - αντεργατικές κατευθύνσεις, παραμένουν αυτούσια στη νέα συμφωνία.
Είναι πλέον καθαρό ότι η λεγόμενη «μνημονιακή» πολιτική, όπως και να ονομαστεί, αφορά ουσιαστικά αναδιαρθρώσεις, οι οποίες εξυπηρετούν τις στρατηγικές ανάγκες του κεφαλαίου που θα υπηρετήσουν όλες οι αστικές κυβερνήσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις που περιέλαβε στο κείμενο της συμφωνίας διαμορφώνουν πολιτικές σε βάθος χρόνου και θα αποτελέσουν τη «μαγιά» για τη διαμόρφωση του λεγόμενου «συμβολαίου με την ΕΕ» μετά τη λήξη του τετραμήνου.
Ο λαός έχει πλέον μπροστά του ανοιχτά όλα τα χαρτιά και ανάλογα πρέπει να διαμορφώσει τη στάση του. Οχι μόνο όσοι με βαριά καρδιά ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και εκείνοι που ακούμπησαν πάνω του τις ελπίδες για κάτι καλύτερο, διαβάζοντας τους τίτλους και όχι την ουσία όσων έλεγε προεκλογικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά δεσμευόταν προς το κεφάλαιο και τους επιχειρηματικούς ομίλους για στήριξη της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Σ' αυτή την κατεύθυνση είναι οι «μεταρρυθμίσεις» που περιγράφονται στη συμφωνία με το Γιούρογκρουπ.
Σ' αυτή τη γενική κατεύθυνση είναι ενταγμένα και τα μέτρα που θα ανακούφιζαν δήθεν το λαό. Γι' αυτό η συγκυβέρνηση συναρτά την εφαρμογή τους με τις γενικότερες εξελίξεις στην οικονομία και την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας.
Ας πάρουμε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αυτό της αύξησης του κατώτατου μισθού. Προεκλογικά, ο ΣΥΡΙΖΑ πουθενά δεν είπε ότι θα φέρει τα 751 ευρώ με ένα νόμο. Πατώντας στις γενικόλογες εξαγγελίες της, η συγκυβέρνηση μίλησε για σταδιακή αποκατάσταση, σε συνεννόηση με τους «κοινωνικούς εταίρους».
Στη συμφωνία με το Γιούρογκρουπ, η συγκεκριμένη εξαγγελία πήρε την πραγματική της μορφή: Αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα γίνουν μόνο όταν το επιτρέψει η ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό μάλιστα θα το κρίνουν οι «κοινωνικοί εταίροι» και οι ξένοι θεσμοί. Επιπλέον, η όποια αύξηση στον κατώτατο μισθό θα πρέπει να αντανακλά την πορεία της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα.
Αυτές, όμως, οι προϋποθέσεις δεν απέχουν πολύ απ' όσα προβλέπει ο νόμος 4172/2013, που ψήφισε η προηγούμενη συγκυβέρνηση για το μηχανισμό διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, σε συνάρτηση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το σχετικό ρεπορτάζ στον σημερινό «Ριζοσπάστη» είναι αποκαλυπτικό.
Στο διά ταύτα: Αποδεικνύεται ακόμη μια φορά ότι ο στόχος της ανάκαμψης του κεφαλαίου έχει σταθερά αντιλαϊκό αποτέλεσμα, αποδεικνύεται ότι μέσα στα τείχη της ΕΕ δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση υπέρ του λαού.
Γραμμή άμυνας και βάση για την οργάνωση της αντεπίθεσης είναι η οργάνωση της πάλης για την ανάκτηση όλων των απωλειών από τα χρόνια της κρίσης, το ξήλωμα όλων των εφαρμοστικών νόμων, που συνιστά πραγματική κατάργηση των μνημονίων. Τις επόμενες μέρες το ΚΚΕ πρόκειται να επαναφέρει στη Βουλή την πρόταση νόμου για την κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων.
Η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα μπορούν να τα καταφέρουν, οργανώνοντας τον αγώνα και τη συμμαχία τους, παλεύοντας για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης, που θα υπηρετεί τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, με αποδέσμευση από την ΕΕ, με μονομερή διαγραφή του χρέους, με κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και με το λαό στην εξουσία.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Η Άποψη μας» του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 25 Φλεβάρη 2015.