Ένα σχέδιο βαθιών μεταρρυθμίσεων σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ, στο οποίο θα προστεθεί το 70% των μεταρρυθμίσεων και των δεσμεύσεων του υπάρχοντος μνημονίου, θα καταθέσει στην αντιλαϊκή διαπραγμάτευση η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ως πρόγραμμα - γέφυρα μέχρι να συναφθεί μια συμφωνία που θα είναι αμοιβαία επωφελής και θα βάλει την καπιταλιστική οικονομία σε πορεία ανασυγκρότησης.
Αυτό υποστήριξε ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης, μιλώντας στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων. «Σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα προσθέσουμε περί το 70% των μεταρρυθμίσεων ή δεσμεύσεων που υπάρχουν στο υπάρχον μνημόνιο, δεσμεύσεις με τις οποίες ως σώφρονες άνθρωποι δεν έχουμε καμία αντίρρηση, εφόσον βεβαίως το 30%, που κρίνουμε απαράδεκτες, είτε μπουν σε αναστολή είτε αφαιρεθούν», είπε συγκεκριμένα.
«Ούτε θα σκίσουμε το ισχύον πρόγραμμα, ούτε εσείς θα απαιτήσετε την τυφλή εφαρμογή του, λες και δεν έγιναν εκλογές». Σε αυτό, σύμφωνα με τον υπουργό, συνοψίζεται η κυβερνητική πρόταση προς τους ιμπεριαλιστικούς Οργανισμούς (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ).
Υπενθυμίζεται ότι την Τρίτη αναμένεται ο γγ του ΟΟΣΑ Άγχελ Γκουρία, για να «βοηθήσει» την κυβέρνηση στην κατάρτιση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων.
Ο Γ. Βαρουφάκης υποστήριξε ακόμα ότι η κυβέρνηση στη διάρκεια αυτής της «συμφωνίας - γέφυρας» δεσμεύεται ότι δε θα κάνει «καμία κίνηση που θα εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό, καμία κίνηση που θα μειώσει το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 από το επίπεδο στο οποίο έκλεισε, γύρω στο 1,5%».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του και αναφερόμενος στο μείγμα διαχείρισης των προηγούμενων κυβερνήσεων, υποστήριξε ότι «εάν επρόκειτο για ένα πικρό μεν, θεραπευτικό δε φάρμακο, το οποίο μας πιέζουν να καταπιούμε για το καλό μας, θα πρότεινα να το καταπιούμε», δείχνοντας και τον αντιλαϊκό χαρακτήρα των διαπραγματεύσεων, αφού το «φάρμακο» είχε σαν στόχο τη διαχείριση και τη διαφύλαξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανάπτυξης.
Ο Γ. Βαρουφάκης ξεκαθάρισε ότι όταν η κυβέρνηση λέει «τρόικα τέλος», δεν εννοεί τους τρεις θεσμούς ΔΝΤ, ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά «το κλιμάκιο τεχνοκρατών που έρχεται με αποικιακή συμπεριφορά στην Ελλάδα και που δεν είναι εξουσιοδοτημένο να συζητήσει μαζί μας τη φιλοσοφία του προγράμματος».
Ανέφερε ακόμα ότι «η κυβέρνησή μας, όπως και η προηγούμενη, τελεί υπό ασφυκτικές πιέσεις, υπό καθεστώς απειλών που δε συνάδουν με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη, για να αποδεχθεί ένα πρόγραμμα που, αντίθετα με προηγούμενες κυβερνήσεις, εκλέχθηκε για να το αμφισβητήσει ως προς τη λογική του».