Και με αφορμή τις επικείμενες εκλογές, διάφοροι
αρθρογράφοι προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους και τα λαϊκά
στρώματα ότι μονόδρομος γι' αυτούς είναι η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, ο
καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης. Ο Παν. Παναγιώτου στο «Εθνος» έγραφε
χαρακτηριστικά: «Εάν ο ελληνικός λαός, με την ψήφο του, ύστερα από πέντε
χρόνια σκληρών περιοριστικών πολιτικών, ζητήσει μια άλλη λύση του
ελληνικού προβλήματος -γιατί δεν αντέχει άλλο-, χωρίς να παραβιάζεται
ένα πλαίσιο ευρωπαϊκών αρχών και αξιών, οι εταίροι - δανειστές μας είναι
υποχρεωμένοι να το λάβουν υπόψη.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια ισχυρότατη ευρωπαϊκή πολιτική
πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίως όμως κοινωνική,
που εάν οποιαδήποτε κυβέρνηση έθετε σε κίνδυνο την παραμονή μας στο
ευρώ, δεν θα μπορούσε να παραμείνει στην εξουσία ούτε λεπτό...
Ταυτόχρονα, όλοι αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο των "μονομερών ενεργειών"
σε σχέση με τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας. Και από δημοσιονομική
άποψη, αντιλαμβάνονται την αξία στην παρούσα τουλάχιστον συγκυρία των
"ισοσκελισμένων προϋπολογισμών"».
Μια πλευρά ανάγνωσης της λεγόμενης «ευρωπαϊκής βάσης
διαπραγμάτευσης» σημαίνει ουσιαστικά για το λαό: ...Υποτάξου στους
βασικούς όρους της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, στις αρχές κερδοφορίας
του κεφαλαίου και της ΕΕ για να σου δοθούν κάποια ψίχουλα, στο πλαίσιο
των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών» και από την επιστροφή στην ανάπτυξη
που όλοι θέλουμε, όπως λένε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, θα έρθει και η
ανάκαμψη του λαού!
Αυτό είναι το παραμύθι που πουλάνε
στο λαό οι αστοί, που λένε όμως και μια αλήθεια: ότι όσες πολιτικές
δυνάμεις δέχονται τη στρατηγική του κεφαλαίου δεν έχουν καμία
δικαιολογία να μην τα βρουν. Πράγματι, οι δύο πόλοι του αστικού
πολιτικού συστήματος, υπό τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις επιμέρους
διαφορές στο μείγμα διαχείρισης, συμφωνούν στο κύριο, τον καπιταλιστικό
δρόμο ανάπτυξης, στη σύνδεση των συμφερόντων των ντόπιων κεφαλαιοκρατών
με αυτά της ΕΕ. Αυτή είναι η «κοινή ευρωπαϊκή βάση». Και αυτό, βεβαίως,
συμβαίνει στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες της ΕΕ, είτε έχουν μνημόνια
και υψηλό χρέος, είτε όχι. Το ίδιο ισχύει και για παραλλαγές στο μείγμα
διαχείρισης σε οποιοδήποτε καπιταλιστικό κράτος και των ΗΠΑ
συμπεριλαμβανομένων.
Αυτή η στρατηγική εφαρμόζεται στην Ιταλία, στην
Ισπανία, στη Γαλλία, στη Γερμανία που δεν έχουν δάνεια από την τρόικα
(ΕΕ, Ευρωπαϊκή Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), αλλά και στην
Πορτογαλία ή την Ιρλανδία, που πήραν, όπως και η Ελλάδα, «βοήθεια» που
φυσικά πήγε στους κεφαλαιοκράτες. Παντού οι λαοί πλήρωσαν με περικοπές,
με απολύσεις, με μειώσεις μισθών σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με τη
θέση της χώρας τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, παντού οι εργαζόμενοι
έκαναν θυσίες για να εξασφαλιστούν εν μέσω κρίσης λιγότερες απώλειες για
τους καπιταλιστές.
Οποιος δεν αμφισβητεί αυτήν τη στρατηγική
δεν μπορεί να εμφανίζεται ως σωτήρας του λαού. Γιατί δέχεται τις
«ελευθερίες» της Συνθήκης του Μάαστριχτ, τη μόνιμη εποπτεία της ΕΕ,
δηλαδή τα διαρκή μνημόνια, τη λεγόμενη «Στρατηγική Ευρώπη 2020» που
είναι όλο το αντεργατικό αντιλαϊκό πλαίσιο, ώστε η ΕΕ να γίνει πιο
ανταγωνιστική σε σχέση με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και καπιταλιστικά
κράτη. Δηλαδή, να γίνει πιο φτηνή η εργατική δύναμη, να εξασφαλιστούν
καλύτεροι όροι στους κεφαλαιοκράτες κατόχους των μέσων παραγωγής για να
εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους, με επέκταση των ελαστικών μορφών
απασχόλησης, κατάργηση δικαιωμάτων, απαλλαγή των καπιταλιστών από την
Ασφάλιση. Αυτό το αντιλαϊκό πλαίσιο ούτε μεταρρυθμίζεται ούτε
διορθώνεται. Είναι η κοινή ευρωπαϊκή βάση για τους καπιταλιστές αλλά όχι
για τους εργάτες και τα λαϊκά στρώματα. Σημαίνει μόνιμες αλυσίδες στους
εργαζόμενους, μη ικανοποίηση των σύγχρονων διευρυμένων αναγκών τους σε
μια περίοδο που υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες γι' αυτό, με την ανάπτυξη
της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η διαχείριση της ακραίας φτώχειας,
που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ή άλλες δυνάμεις σε άλλες χώρες (π.χ. PODEMOS στην
Ισπανία ή διάφορες οπορτουνιστικές δυνάμεις που διεκδικούν ρόλο στην
αστική διακυβέρνηση), δεν μπορεί να δώσει λύση στα οξυμένα προβλήματα
που έχουν την αιτία τους στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Ούτε καν να
ανακουφίσει, πολύ περισσότερο, να ανακτήσει απώλειες για τους
εργαζόμενους στην περίοδο της κρίσης.
Δ. Κ.
Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από τη στήλη «Αποκαλυπτικά» του «Ριζοσπάστη» της Πέμπτης 1 Γενάρη 2015.