Σε
ραδιοφωνική συνέντευξη που έδωσε τη Δευτέρα, η αναπλ. υπουργός Εργασίας
Ράνια Αντωνοπούλου, είπε για τους ανέργους: «1.250.000 περίπου είναι οι
καταγεγραμμένοι, αλλά στην πραγματικότητα είναι και κάποιοι άλλοι τους
οποίους δεν υπολογίζουμε και αν συνυπολογίσουμε και αυτούς που
υποαπασχολούνται, τα μεγέθη εκτοξεύονται. Σε ό,τι αφορά το θέμα της
ανεργίας, για να μπορέσει πραγματικά να δει ο κόσμος κάποια βελτίωση θα
εξαρτηθεί από το προς τα πού θα πάει η οικονομία μας. Αν, δηλαδή, ο
ιδιωτικός τομέας δεν ανακάμψει, αν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν
έχουν τη ρευστότητα που χρειάζονται θα είναι δύσκολο να πει κανείς ή να
υποσχεθεί λόγια, τα οποία δεν μπορούν να υλοποιηθούν, δεν μπορούν να
γίνουν πραγματικότητα. Δηλαδή, για να φύγουμε από το 1,5 εκατομμύριο και
να πέσουμε στις 300 - 400 χιλιάδες, θα χρειαζόταν ένας ρυθμός ανάπτυξης
για 10 χρόνια κάθε χρόνο σταθερά γύρω στα 4%. Αν δεν μπούμε σε αυτήν
την τροχιά της ανάπτυξης δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τον κυκεώνα
μέσα στον οποίο βρίσκονται χιλιάδες νοικοκυριά».
Ας δούμε τι πραγματικά λέει η αναπληρώτρια υπουργός: Πρώτον,
ότι εκτός από την καταγεγραμμένη ανεργία, υπάρχει και εκείνη που δεν
δηλώνεται πουθενά και η οποία δεν αφορά μόνο όσους δεν έχουν δουλειά,
αλλά και εκείνους που υποαπασχολούνται, ή δουλεύουν χωρίς να
πληρώνονται. Μ' αυτά τα δεδομένα, η πραγματική ανεργία εκτοξεύεται. Αν
τώρα αυτά τα νούμερα συγκριθούν με τον έναν στους δέκα καταγεγραμμένους
ανέργους που δικαιούνται το επίδομα του ΟΑΕΔ, τότε καταλαβαίνει κανείς
ότι όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Αρα, το αίτημα των
ταξικών δυνάμεων να καταβάλλεται επίδομα ανεργίας 600 ευρώ σε όλους, για
όσο διάστημα δεν έχουν δουλειά και επιπλέον να τους δοθεί έκτακτη
ενίσχυση 1.000 ευρώ ενόψει του Πάσχα, είναι πέρα για πέρα δίκαιο και
αναγκαίο. Δεύτερο, η αναπλ. υπουργός και η κυβέρνηση συνδέουν
άμεσα την απορρόφηση όλων αυτών των ανέργων με την επάνοδο της
οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης. Ακολουθώντας αντίστροφη πορεία,
συμπεραίνει κανείς ότι η εργασία στον καπιταλισμό είναι επισφαλής κάθε
ώρα και στιγμή, αφού η απασχόληση εξαρτάται από τις επιδόσεις της
οικονομίας γενικά και της καθεμιάς επιχείρησης συγκεκριμένα, δηλαδή από
το αν είναι κερδοφόρα και ανταγωνιστική.
Συνεπώς,
η ανεργία είναι παράγωγο του καπιταλισμού και καμιά κυβέρνηση στο
έδαφός του δεν μπορεί να την εξαλείψει. Το μόνο που μπορεί να κάνει,
σύμφωνα με την αρμόδια υπουργό, είναι να πάρει μέτρα για την ανάκαμψη
της οικονομίας, δηλαδή μέτρα για να γίνουν επενδύσεις και έτσι να
αυξηθεί κάπως η απασχόληση. Αυτό σημαίνει όμως ότι χρειάζονται μέτρα που
στο σύνολό τους θα αυξάνουν το ποσοστό κέρδους για τους επιχειρηματίες,
με βασικό την παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, μέσα από
διάφορα «κανάλια» (μείωση μισθολογικού και μη μισθολογικού «κόστους»).
Αρα, αυτό που λέει η κυβέρνηση στους ανέργους είναι να διαλέξουν ανάμεσα
στο να δουλεύουν με ακόμα χειρότερους όρους απ' αυτούς που δούλευαν οι
γονείς τους, ή οι ίδιοι πριν από την κρίση, και στο να μη δουλεύουν
καθόλου. Αλλά και σ' αυτήν την περίπτωση, πάλι δεν μπορεί να εγγυηθεί το
δικαίωμα στη δουλειά για όλους, μιας και η θεαματική μείωση της
ανεργίας προϋποθέτει ρυθμούς ανάπτυξης που δύσκολα μπορεί να πιάσει το
καπιταλιστικό σύστημα στη φάση που βρίσκεται σήμερα στην Ελλάδα, στην ΕΕ
και παγκόσμια. Αρα, σύμφωνα με την κυβέρνηση, όσοι σήμερα ζουν στην
ανεργία δεν πρέπει να τρέφουν προσδοκίες μεγαλύτερες από τα όρια που
βάζει η καπιταλιστική ανάπτυξη και τα διάφορα προγράμματα διαχείρισης
της ανεργίας, που παραδίνουν τους ανέργους βορά στους επιχειρηματικούς
ομίλους.
Αυτό ακριβώς είναι ο
συμβιβασμός με τη μισοζωή, τον οποίο καλλιεργεί και επιδιώκει το
κεφάλαιο, μέσα και από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Μπορεί να ανεχτεί ο
άνεργος να τον κοροϊδεύουν έτσι; Μπορεί να δεχτεί το δίλημμα «ανεργία ή
τζάμπα εργασία»; Μπορεί να ταυτίζει το μέλλον του με τους ρυθμούς
ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, που έχουν για «καύσιμη ύλη» την
ένταση της δικής του εκμετάλλευσης; Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, το
ταξικό κίνημα απαντάει «όχι». Ο άνεργος δεν βρίσκεται με δική του ευθύνη
εκτός παραγωγής. Γι' αυτό, μαζί με το σωματείο του έχει δικαίωμα και
υποχρέωση να διεκδικεί μέτρα ουσιαστικής προστασίας γι' αυτόν και την
οικογένειά του, από αυτούς που τον αφήνουν χωρίς δουλειά: Τους
καπιταλιστές και το κράτος τους, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην
κυβέρνηση. Αυτός ο αγώνας θα δυναμώνει όσο συνδέεται με την ανασύνταξη
του κινήματος, σε κατεύθυνση ρήξης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την
εξουσία του. Οσο ωριμάζει στις εργατικές - λαϊκές συνειδήσεις η ανάγκη
της σύγκρουσης για τις σύγχρονες ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων δε
χωρά στα όρια του σημερινού συστήματος.