Τις προηγούμενες μέρες, από τοποθετήσεις στελεχών της κυβέρνησης,
προέκυψαν ορισμένα ζητήματα σχετικά με την Υγεία - Πρόνοια, που αξίζει
να σχολιαστούν.
Στη συνάντηση που είχαν ο υπουργός και ο
αναπληρωτής υπουργός Υγείας με αντιπροσωπεία Γερμανών βουλευτών της
Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο Π. Κουρουμπλής
ισχυρίστηκε ότι για την άσχημη κατάσταση του συστήματος Υγείας
ευθύνονται η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, η «σπατάλη», η
«διαφθορά» και η «φοροδιαφυγή».
Καθόλου δεν πρωτοτυπεί ο υπουργός
Υγείας, μιας και οι προηγούμενοι -φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες-,
στο όνομα όλων αυτών έκαναν τις περικοπές στις παροχές και τις αυξήσεις
των πληρωμών για τους ασθενείς, διεύρυναν με την πολιτική τους τις
ελλείψεις προσωπικού και εξοπλισμού - υλικών στις κρατικές μονάδες
Υγείας.
Απ' αυτήν τη σκοπιά προσδιορίζεται για το λαό η «άσχημη
κατάσταση στο σύστημα Υγείας». Γιατί, μπορεί για παράδειγμα οι κρατικές
μονάδες Υγείας να μειώσουν τις ελλείψεις που έχουν κλπ, αλλά αυτό δε
σημαίνει ότι και οι παροχές για τους ασθενείς θα είναι αναβαθμισμένες
και δωρεάν.
Το επιχείρημα της «σπατάλης»
Ακόμα
κι αν θεωρητικά δεχτεί κάποιος ότι αντιμετωπίζεται η «σπατάλη και η
διαφθορά» -πράγμα αδύνατο στον καπιταλισμό, γιατί ο ίδιος τα γεννάει-
αυτό δε σημαίνει ταυτόχρονα πλήρη και δωρεάν παροχή από το κράτος
σύγχρονης ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης καθολικά στο
λαό.
Ολα
αυτά αποτελούν κριτήριο ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, αλλά όχι και
κριτήριο της πολιτικής και των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για το σύστημα Υγείας,
αφού υποστηρίζει την επιχειρηματική δράση στην Υγεία, τη συμμετοχή του
λαού στις πληρωμές, τα ελάχιστα κρατικά «πακέτα» δωρεάν παροχών κλπ.
Ως
προς αυτό, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φαρμακευτική δαπάνη. Ολα
τα μέτρα που πάρθηκαν, στηρίχτηκαν στο επιχείρημα της αντιμετώπισης της
«πολυφαρμακίας», της «σπατάλης», των «πάρτι» των επιχειρηματιών κλπ. Με
τα μέτρα αυτά αντιμετώπισαν τις «παθογένειες» που επικαλείται ο υπουργός
Υγείας και «εξορθολόγησαν» τη δαπάνη, με δραστική μείωση της κρατικής
και ασφαλιστικής δαπάνης. Αντίστροφα, όμως, αυξήθηκαν οι ιδιωτικές
πληρωμές για φάρμακα.
Μπορεί να εξοικονομηθούν χρήματα από το
μέρος που αφορά τη «σπατάλη»; Η απάντηση είναι ότι μπορούν. Με τη
διαφορά ότι αυτά δεν προορίζονται για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών,
αλλά για τη μείωση των δαπανών του κράτους και των επιχειρηματιών.
Επίσης,
η επιδείνωση των όρων παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στο λαό
ασφαλώς επιταχύνθηκε την περίοδο της κρίσης και σε συνθήκες
περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά τα μέτρα που μειώνουν τις
κρατικές δαπάνες και αυξάνουν τις ιδιωτικές πληρωμές ξεκίνησαν σε φάση
ανάπτυξης και όχι κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας, σε φάση που δεν
υπήρχαν αυτές οι δημοσιονομικές συνθήκες. Εφαρμόστηκαν και σε άλλα
κράτη, γιατί είναι στρατηγική της ΕΕ η μείωση του μισθολογικού και μη
μισθολογικού «κόστους», για να γίνει πιο φτηνή η εργατική δύναμη.
Φταίει ο «τρόπος» και ο «στόχος»!
Στην ίδια συνάντηση, ο Αν. Ξανθός τοποθετήθηκε υπέρ των μεταρρυθμίσεων στην Υγεία, είπε όμως ότι αυτές έγιναν με «λάθος τρόπο και στόχο».
Είναι
η συνήθης κριτική που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, από τότε που ήταν στην
αντιπολίτευση, για να συγκαλύψει τη συμφωνία του με τη στρατηγική που
υπηρετεί το κεφάλαιο και στον τομέα της Υγείας. Αλλά και για να
δημιουργήσει αυταπάτες ότι με άλλο τρόπο και στόχο μπορούν να
ικανοποιηθούν και τα λαϊκά και τα μονοπωλιακά συμφέροντα.
Οι
μεταρρυθμίσεις, περισσότερο ή λιγότερο ευρύτερες, εντάσσονται και
υπηρετούν τις ανάγκες του συγκεκριμένου εκμεταλλευτικού συστήματος
(ανταγωνιστικότητα - επενδύσεις - κερδοφορία κλπ), με τις αντίστοιχες
αρνητικές επιπτώσεις στο λαό και στον τομέα της Υγείας. Επομένως, όσο
πιο αποτελεσματικά υλοποιηθούν -με «σωστό» τρόπο και στόχο κατά τον
Ξανθό- τόσο χειρότερα για το λαό, αφού ο στόχος τους είναι σε
αντιδιαστολή με τις λαϊκές ανάγκες.
Επίσης, ο αναπληρωτής υπουργός
Υγείας επικαλείται τα μνημόνια για τη σημερινή κατάσταση -δηλαδή τους
εφαρμοστικούς νόμους και τα μεσοπρόθεσμα- που και για τη σημερινή
συγκυβέρνηση αποτελούν «ένα το κρατούμενο» και αφετηρία για τη συνέχιση
των μέτρων στην ίδια αντιλαϊκή κατεύθυνση.
Οι προτεραιότητες που
έθεσε στην ομιλία του ο Αν. Ξανθός για «κοινωνική ανακούφιση»,
«διασφάλιση της πρόσβασης των ανασφάλιστων στο δημόσιο σύστημα Υγείας»,
«επιβίωση του ΕΣΥ», αποτελούν κατευθύνσεις και της ΕΕ και του κεφαλαίου,
γιατί συνδέονται με τους στόχους της «κοινωνικής συνοχής», της
διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, της διατήρησης της ικανότητας της
εργατικής δύναμης να μπορεί να μπει στην εκμετάλλευση.
Η πολιτική
του «ελάχιστου» που αναδεικνύεται από την τοποθέτηση του Αν. Ξανθού
(«ανακούφιση», «επιβίωση», «πρόσβαση»), είναι στρατηγικού χαρακτήρα και
δεν επιβάλλεται από έναν προσωρινό, «αναγκαστικό» από τα πράγματα,
στόχο. Αυτό καθορίζεται αντικειμενικά από το χαρακτήρα της
καπιταλιστικής ανάπτυξης και όχι από τις «επιθυμίες».
Εκτεταμένη προσπάθεια χειραγώγησης
Η
«πίστωση χρόνου» που συστηματικά προβάλλεται από τον Π. Κουρουμπλή και
απ' τους άλλους, σε συνδυασμό με την προβολή της θέσης ότι έχουν για
«όραμα» το δημόσιο σύστημα, τους διευκολύνει για να περνάει η αναμονή
και η λαϊκή ενσωμάτωση, αποσκοπεί στην κοινωνική συναίνεση, στη στήριξη
αυτής της πολιτικής.
Σ' αυτήν την κατεύθυνση, η πολιτική ηγεσία
αξιοποιεί συχνά - πυκνά την επίσκεψη Τσίπρα στο υπουργείο Υγείας ως
απόδειξη του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος να στηριχτεί το δημόσιο σύστημα.
Από πού βγαίνει αυτό; Από τις προσλήψεις προσωπικού; Από τον εξοπλισμό
των κρατικών νοσοκομείων; Από το υγειονομικό υλικό; Από τη διατήρηση των
πληρωμών για εξετάσεις - φάρμακα - θεραπείες; Από το σχέδιο της Κοινής
Υπουργικής Απόφασης για τους ανασφάλιστους -δηλαδή τους εξαθλιωμένους-
που θα πληρώνουν κανονικά συμμετοχή για ό,τι προβλέπει ο κανονισμός
παροχών του ΕΟΠΥΥ και τα οποία είναι όλο και λιγότερα από το παρελθόν
και τα υπόλοιπα θα τα πληρώνουν εξ ολοκλήρου;
Μπροστά στις
κινητοποιήσεις των υγειονομικών, το υπουργείο Υγείας χρησιμοποιεί το
επιχείρημα ότι όπως πληρώθηκαν οι προηγούμενες οφειλόμενες εφημερίες τον
Απρίλη, έτσι θα πληρωθούν και του τελευταίου τριμήνου.
Γιατί
πρέπει να θεωρηθεί «κατόρθωμα» η πληρωμή ενός μέρους των δεδουλευμένων
εφημεριών και υπερωριών; Η επίκληση της άσχημης οικονομικής κατάστασης
συγκαλύπτει την επιλογή της κυβέρνησης για αποπληρωμή των «τοκογλύφων
δανειστών», που προεκλογικά τους κατήγγειλε, για ένα χρέος που δε
δημιούργησαν αυτοί που εφημερεύουν, όπως και συνολικά ο λαός.
Στο
πρόσφατο εργοδοτικό έγκλημα στα ΕΛΠΕ, ο Δ. Στρατούλης έσπευσε να δείξει
το ενδιαφέρον της κυβέρνησης και να παροτρύνει ότι «όλοι μαζί», δηλαδή
εργαζόμενοι, εργοδοσία και κυβέρνηση, να αντιμετωπίσουν ζητήματα που
σχετίζονται με την Ασφάλεια και την Υγεία στην εργασία.
Τι
πρακτική αξία έχει ένα τέτοιο ενδιαφέρον για τους εργάτες, όταν και ο
ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει τις ανατροπές στον εργάσιμο χρόνο, στις σχέσεις
εργασίας, στην εξειδικευμένη εργασία, προκειμένου να πετύχει το κεφάλαιο
πιο φτηνούς εργάτες, στο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας και της
επιπλέον κερδοφορίας του; Στηρίζει, δηλαδή, αυτούς τους παράγοντες που
γεννάνε τέτοιου είδους εγκλήματα στους τόπους δουλειάς.
Επιπλέον,
με την πολιτική του, θα συνεχίσουν να παραμένουν οι ανεπαρκέστατες
κρατικές υποδομές και η υποστελέχωσή τους, σε υπηρεσίες Υγείας και
Ασφάλειας της εργασίας. Θα συνεχίσουν να είναι ανεπαρκέστατες οι
κρατικές μονάδες Υγείας, για να αντιμετωπίσουν έγκαιρα και
αποτελεσματικά παρόμοια ή και πιο εκτεταμένα «ατυχήματα» στους τόπους
δουλειάς και κατοικίας.
Επιδείνωση για το λαό με ή χωρίς μνημόνια
Τέλος, σε συνάντηση με θέμα την αναπηρία που είχε με ομολόγους της η αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου,
στη Ρίγα της Λετονίας, συνέδεσε την εφαρμογή μέτρων κοινωνικής
πολιτικής, που θέλουν να πάρουν και που είναι αναγκαία, με την έλλειψη
πόρων. Γι' αυτό επιδιώκουν δήθεν την κατάργηση των μνημονίων και τη
διαφοροποίηση, ανάλογα με την κατάσταση κάθε κράτους, από τη στρατηγική
«Ευρώπη 2020».
Ισχύει και εδώ το «δούλεμα» που κάνει η Φωτίου με
τη δήθεν κατάργηση των μνημονίων. Αλλά αφού δεν έχουν πόρους για
κοινωνική πολιτική, τότε γιατί διατηρούν και αυξάνουν τις φοροαπαλλαγές
του κεφαλαίου, μειώνουν τις εργοδοτικές εισφορές κλπ;
Η στρατηγική
«Ευρώπη 2020», την οποία υποστηρίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει ενιαίους
κανόνες και στόχους. Η εφαρμογή της δεν μπορεί να γίνει «κατ' επιλογή».
Για
παράδειγμα, ο περιορισμός των κρατικών δαπανών για προσλήψεις στις
προνοιακές μονάδες, όπως και στις υγειονομικές, ακόμα και αν
καταργούνταν τα μνημόνια, πάλι θα υπήρχε, όπως υπήρχε και πριν από τα
μνημόνια, καθώς και σε άλλες χώρες που δεν έχουν μνημόνια, γιατί
ιεραρχούνται από το κράτος τα κίνητρα υπέρ των ομίλων και η
χρηματοδότησή τους.
Για παράδειγμα, αποτελεί γενικό κανόνα η
μείωση του ποσοστού των αναπηρικών συντάξεων στο 6% των αναπήρων. Με
αυτό το δεδομένο, τα μνημόνια φταίνε που η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ
συνεχίζει να εφαρμόζει τον κανονισμό εκτίμησης του βαθμού αναπηρίας στα
ΚΕΠΑ, με το εκτεταμένο πετσόκομμα των ποσοστών αναπηρίας, των αναπηρικών
συντάξεων και επιδομάτων;
Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Η
στρατηγική του κεφαλαίου είναι αυτή που επιβάλλει τις ανατροπές στην
Υγεία και την Πρόνοια και αυτή τη στρατηγική έρχεται να υπηρετήσει και ο
ΣΥΡΙΖΑ. Ανοχή στην πολιτική της συγκυβέρνησης, όπως ζητάει ο υπουργός
Υγείας, σημαίνει καθήλωση των υπηρεσιών Υγείας - Πρόνοιας στα σημερινά
άθλια επίπεδα, δημιουργία προϋποθέσεων για τη χειροτέρευσή τους,
συνέχιση και βάθεμα της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης, σε βάρος
των εργαζόμενων και του λαού.