Τις «σοβαρές παραχωρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης» παραθέτει ο Αλ. Τσίπρας
σε άρθρο του για τη γαλλική εφημερίδα «Le Monde». Επιχειρώντας να
αντικρούσει τις αιτιάσεις ότι η ελληνική κυβέρνηση ευθύνεται για τη μη
ύπαρξη μιας συμφωνίας, σκιαγραφεί το κάλπικο δίλημμα νέα αντιλαϊκά μέτρα
ή έξοδος απ' το ευρώ, με το οποίο επιχειρείται να αποσπαστεί η
συναίνεση του λαού σε αντιλαϊκές δεσμεύσεις.
Τέτοια πρόθεση
διαφάνηκε και σε χτεσινές του δηλώσεις, μετά τη συνάντησή του με
εκπροσώπους της ευρωομάδας GUE/NGL, όπου υποστήριξε: «Πιστεύω ότι
κάνουμε το καλύτερο δυνατό, προκειμένου να μείνει η Ευρώπη ενωμένη,
αυτός είναι ο στόχος μας. Δεν πιστεύουμε σε μια διαιρεμένη Ευρώπη και
αυτός είναι ο λόγος που, ενώ πραγματοποιούμε μια σκληρή διαπραγμάτευση,
έχουμε κάνει και πολλές υποχωρήσεις, προκειμένου να δημιουργηθεί μια πιο
σταθερή κατάσταση για ολόκληρη την Ευρώπη».
Από κοντά και η Γερμανίδα βουλευτής της «Die Linke», Γκάμπι Τζίμερ,
πλειοδότησε πως «ίσως να βρισκόμαστε πράγματι σε αντίστροφη μέτρηση,
όχι όμως μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν οι
διαπραγματεύσεις αποτύχουν, είμαι σίγουρη ότι αυτό θα είναι καταστροφή
για ολόκληρη την ΕΕ».
Στο άρθρο του, ο Αλ. Τσίπρας επιρρίπτει την
ευθύνη για τη μη ευόδωση των διαπραγματεύσεων ακόμα σε «θεσμικούς
παράγοντες», που επιμένουν σε «παράλογες προτάσεις», οι οποίες, όπως
υποστηρίζει, υπακούν σε μια «στρατηγική που επιδιώκει τη διάσπαση και το
διχασμό της Ευρωζώνης και συνακόλουθα της ΕΕ».
«Το ζήτημα της
Ελλάδας δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα, αλλά αποτελεί το επίκεντρο
της σύγκρουσης δύο εκ διαμέτρου αντίθετων στρατηγικών για το μέλλον της
ευρωπαϊκής ενοποίησης» γράφει, αναφερόμενος στην ενδοαστική διαμάχη.
Σαν
«σύγκρουση στρατηγικών» παρουσιάζει αποχρώσεις της ίδιας στρατηγικής,
που διατηρεί αναλλοίωτο τον αντιλαϊκό της χαρακτήρα. Γεγονός, εξάλλου,
που ενδιαφέρει το λαό και όπως παραδέχεται ο πρωθυπουργός, είναι η
απόφαση της κυβέρνησης να τα δώσει όλα, προκειμένου να πετύχει μια
συμφωνία επωφελή για την ντόπια αστική τάξη. Απ' τη σκοπιά των δικών της
συμφερόντων, απορρίπτει σενάρια για Ευρωζώνη «δύο ταχυτήτων» και
διαμηνύει ότι κάτι τέτοιο θα επιδρούσε αρνητικά σε οικονομίες κι άλλων,
πέραν της ΕΕ, καπιταλιστικών κρατών.
«Ολα» στο τραπέζι
Ως
προς το περιεχόμενο των «σοβαρών παραχωρήσεων» που έχει κάνει η
κυβέρνηση, ο Αλ. Τσίπρας γράφει: «Βασική κατεύθυνση των προτάσεών μας
είναι η δέσμευση σε χαμηλότερα -και ως εκ τούτου εφικτά- πρωτογενή
πλεονάσματα το 2015 και το 2016 και σε υψηλότερα για τα επόμενα χρόνια» (...) «εξίσου βασικό σημείο των προτάσεών μας είναι η δέσμευση για αύξηση των δημοσίων εσόδων».
Πρόκειται
για δεσμεύσεις που διαμορφώνουν εξαιρετικά ασφυκτικό για τις λαϊκές
ανάγκες πλαίσιο, αλλά δεν είναι οι μόνες. Ο Αλ. Τσίπρας αποκαλύπτει
σχέδια για αύξηση του πραγματικού ορίου συνταξιοδότησης, αναφέροντας ότι
«συμφωνήσαμε να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα.
Με την ενοποίηση ταμείων και την κατάργηση διατάξεων που κακώς
επιτρέπουν τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, γεγονός που αυξάνει το
πραγματικό όριο συνταξιοδότησης».
Επιπλέον, δηλώνει ότι αποδέχτηκαν «να ολοκληρώσουμε, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων» (...) «συμφωνήσαμε, επίσης, να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο ΦΠΑ...».
Σε
ό,τι αφορά στα Εργασιακά, διατηρεί τη θολούρα, γράφοντας ότι
«αποδεχτήκαμε να υλοποιήσουμε την εργασιακή μεταρρύθμιση, μόνο μετά από
διαβούλευση με τον ILO».
Τέλος, δηλώνει τη δέσμευση της κυβέρνησης για την προώθηση σειράς θεσμικών μεταρρυθμίσεων.
Να
σημειωθεί, πάντως, ότι η σκόπιμη ασάφεια σε ζητήματα όπως το
συνταξιοδοτικό και οι εργασιακές σχέσεις ανοίγει πεδίο για περαιτέρω
«σοβαρές παραχωρήσεις», εφόσον απαιτηθεί, για την επίτευξη συμφωνίας.
Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αρκείται
στην αναφορά ότι η κυβέρνηση δε ζητά «τίποτα περισσότερο από αυτά που
ισχύουν σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης», ενώ δε δεσμεύεται ότι δε θα
μειωθούν περαιτέρω οι συντάξεις και περιορίζεται στην περιγραφή της
κατάστασης που βιώνουν οι συνταξιούχοι στην Ελλάδα, μετά τις περικοπές
που έχουν υποστεί οι αποδοχές τους. Εννοείται πως πουθενά δε γίνεται
ουδεμία έστω αόριστη νύξη σε ανάκτηση απωλειών.
Ομοβροντία δηλώσεων για αποπροσανατολισμό του λαού
Με
μοιρασμένους ρόλους, πάντως, τα στελέχη κυβέρνησης και κόμματος
παρεμβαίνουν, προετοιμάζοντας το έδαφος, ώστε να αποδεχτεί ο λαός
αντιλαϊκές επιλογές που θα γίνουν με γνώμονα τα συμφέροντα του
κεφαλαίου.
Ο Γ. Δραγασάκης «επενδύει» στο προφίλ της
ανυποχώρητης διαπραγμάτευσης, κρύβοντας το περιεχόμενό της και
υποστηρίζοντας ότι «ως κυβέρνηση ούτε δεχόμαστε τελεσίγραφα ούτε
υποκύπτουμε σε εκβιασμούς. Η λαϊκή εντολή ήταν σαφής για δίκαιη και
βιώσιμη ανάπτυξη εντός του ευρώ, με εγκατάλειψη της εποχής των μνημονίων
(...) Η ελληνική οικονομία και κοινωνία δεν αντέχουν άλλη λιτότητα»
(...) «Ο ΣΥΡΙΖΑ συνιστά ένα νέο πολιτικό παράδειγμα για την Ελλάδα και
την Ευρώπη. Εχουμε την αίσθηση της ευθύνης και του καθήκοντος. Το ρίσκο
του εγχειρήματός μας είμαστε έτοιμοι και το αναλαμβάνουμε. Δεν πρόκειται
να καταστούμε "μεταλλαγμένη Αριστερά"».
Το «χαρτί» των εκλογών παίζει ο υπουργός Εργασίας Π. Σκουρλέτης.
«Οταν εκλέγεσαι, δεν παίρνεις λευκή επιταγή... Αν επιτευχθεί συμφωνία
που δε συνιστά έντιμο και προωθητικό συμβιβασμό, θα πρέπει να ερωτηθεί ο
λαός πριν την υπογράψουμε (...) Η ελληνική κυβέρνηση έχει δώσει το
μάξιμουμ των υποχωρήσεων, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια υποχωρήσεων πλέον.
Οι άλλες πλευρές συμπεριφέρονται σαν κυβερνήτες...» δήλωσε.
Ο ίδιος απέρριψε, εμμέσως πλην σαφώς, την πρόταση του υπουργού Επικρατείας Ν. Παππά
περί κομματικής πειθαρχίας κατά την ψήφιση της συμφωνίας, αναφέροντας:
«Πριν φτάσουμε να μιλάμε για κομματικές πειθαρχίες, θα πρέπει να δούμε
τη συμφωνία, δε χωρούν ντιρεκτίβες σε αυτό, δε βοηθάει η χρήση
κομματικής πειθαρχίας».
Προβάλλοντας την επιθυμία τους για
πραγματικότητα, υποστήριξε ότι «δύσκολη συμφωνία θα είναι σε κάθε
περίπτωση, αυτό το αποδέχεται και ο ελληνικός λαός... Σημασία έχει η
προοπτική της συμφωνίας, αν ανοίγει μια άλλη πορεία για τη χώρα».
Και ο Αλ. Μητρόπουλος διαλαλούσε χτες το «επώδυνο» περιεχόμενο της συμφωνίας για το λαό.
Στον αντίποδα του Π. Σκουρλέτη, ο Δ. Παπαδημούλης
υποστήριξε ότι «οι διαφορές που παραμένουν είναι γεφυρώσιμες, αρκεί
όλες οι πλευρές να δείξουν αυτή τη διάθεση έμπρακτα». Ενώ καλλιεργώντας
αυταπάτες στο λαό, ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση θα προωθήσει φιλολαϊκές
αλλαγές, αρκεί «τώρα να περάσει τον κάβο»...
Ο Τ. Κορωνάκης,
γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας συμφωνίας
που θα δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμά της,
επιτρέποντας συνειρμούς περί φιλολαϊκών μέτρων. Λίγο αργότερα, όμως,
διευκρίνισε ότι η κυβέρνηση θέλει «μια συμφωνία που θα έχει κοινούς
όρους και για την αναδιάρθρωση του χρέους και για ένα επενδυτικό σχέδιο.
Ο,τι συμφωνηθεί τώρα, θα είναι και η κοινή προϋπόθεση και για το
μέλλον. Γιατί δεν έχει νόημα να πάμε σε μια αλλεπάλληλη διαδικασία
διαπραγματεύσεων, που δε θ' αφήνει την οικονομία ν' αναπνεύσει...». Μια
συμφωνία, δηλαδή, που θα διαμορφώνει όρους ευνοϊκούς για την ανάκαμψη
της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κ. Χρυσόγονος,
απείλησε με πτώχευση, λέγοντας: «Στις 30 Ιούνη, "δυστυχώς επτωχεύσαμεν"
θα πούμε». Κατόπιν της απειλής, εκτίμησε πως «θα ήταν ευκταίο εάν
μπορούσαμε να αποφύγουμε μια τρίτη δανειακή σύμβαση. Είναι ευκταίο, δεν
ξέρω εάν είναι εφικτό... Πλέον δε βγαίνουν τα νούμερα... Κάποια στιγμή,
ούτως ή άλλως, θα βρούμε μπροστά μας το ζήτημα ότι ή πρέπει με κάποιο
τρόπο να βγούμε στις αγορές ή να συνάψουμε τρίτη δανειακή σύμβαση...».
«Καρότο και μαστίγιο» επέλεξε ο υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Ν. Βούτσης, μιλώντας για «αποφάσεις που θα είναι εν μέρει επώδυνες, δε θα κλείνουν όμως το δρόμο προς τα μπροστά».