«Έτοιμος»
για τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα στο Παρίσι δήλωσε τις προάλλες ο
υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης, και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να
αμφισβητήσει την ετοιμότητά του. Το υπουργείο Εργασίας είναι από τους
πρωταγωνιστές στην κατάθεση και ψήφιση νομοσχεδίων που χτυπάνε στην
καρδιά τα εργασιακά - ασφαλιστικά δικαιώματα που έχουν απομείνει.
Από αυτήν τη σκοπιά, και με δεδομένο ότι τους
επόμενους μήνες τίθενται σε εφαρμογή πολλά από τα ψηφισμένα μέτρα, κύρια
σε βάρος των συντάξεων, ο Γ. Βρούτσης και συνολικά η κυβέρνηση μπορούν
να επιχαίρουν για την «παραγωγικότητά» τους σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση
των προϋποθέσεων που σχετίζονται άμεσα με τη στήριξη της στρατηγικής του
κεφαλαίου για την «ανάκαμψη».
Το μενού περιλαμβάνει: Φτήνεμα της εργατικής δύναμης,
με μείωση των μισθών και ελαστικοποίηση της εργασίας, απαλλαγή του
κράτους από το «κόστος» του συστήματος Υγείας, της Πρόνοιας, της
Κοινωνικής Ασφάλισης. Ωστόσο, οι εκκρεμότητες που απομένουν είναι
πολλές. Και ανάμεσα στις βασικές, είναι ο νέος νόμος για το συνδικαλισμό
και για την απελευθέρωση των απολύσεων.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, η κυβέρνηση δεν κρύβει λόγια.
Χαρακτηρίζει «παρωχημένο» το σημερινό νομικό πλαίσιο (1264/82),
προαναγγέλλει σαρωτικές αλλαγές, αξιοποιώντας προπαγανδιστικά τη σαπίλα
του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Για παράδειγμα, προβάλλοντας περιπτώσεις κατάχρησης,
στις οποίες εμπλέκονται εκπρόσωποι του εργατοπατερισμού, σχεδιάζει να
μεγαλώσει τα εμπόδια στη λήψη συνδικαλιστικής άδειας, που είναι αναγκαία
για να ανταποκριθεί κάποιος στοιχειωδώς στα καθήκοντά του, κυρίως όταν
μιλάμε για δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις.
Καθόλου τυχαία, όμως, η κυβέρνηση εστιάζει τις
αλλαγές στο ζήτημα της απεργίας και στον τρόπο που αυτή θα αποφασίζεται
στο εξής από τα συνδικάτα. Όλα τα σενάρια, που έχουν δει το φως της
δημοσιότητας έως σήμερα, προμηνύουν την κατάργηση επί της ουσίας του
δικαιώματος στην απεργία, αφού τα διοικητικά συμβούλια των σωματείων,
ακόμα και οι Γενικές Συνελεύσεις των εργαζομένων, αν δεν έχουν
συγκεκριμένη απαρτία, δε θα μπορούν να αποφασίζουν την κήρυξη απεργιακής
κινητοποίησης.
Μπορεί σήμερα το κίνημα να είναι σε υποχώρηση, η
αστική τάξη, όμως, οι κυβερνήσεις και τα κόμματά της, δεν παραιτούνται
από την προσπάθεια να βάλουν στο γύψο τους εργατικούς αγώνες, να
δυσκολέψουν την ανάπτυξη κινητοποιήσεων, βάζοντας στο στόχαστρο κατά
κύριο λόγο τις ταξικές δυνάμεις.
Γι' αυτό, άλλωστε, ακόμα και σήμερα, εννιά στις δέκα
απεργίες κρίνονται παράνομες και η κυβέρνηση επιστρατεύει τον έναν κλάδο
μετά τον άλλο. Γι' αυτό, στην πλειοψηφία των μεγάλων επιχειρήσεων, ο
συνδικαλισμός είναι απαγορευμένη λέξη ή ζουν και βασιλεύουν «σωματεία»
απολύτως ελεγχόμενα από την εργοδοσία.
Αν περάσουν τα σχέδια της κυβέρνησης, οι εργαζόμενοι
και τα άλλα λαϊκά στρώματα θα δίνουν στο εξής τη μάχη από πολύ
χειρότερες θέσεις. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να συνειδητοποιηθεί
άμεσα.
Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας», Ριζοσπάστης Τρίτη 2 Σεπτέμβρη 2014.