Με ύμνους στην «κοινωνική συναίνεση» υποδέχτηκε η πλειοψηφία του
αστικού Τύπου την προχτεσινή συμφωνία ανάμεσα στη ΓΣΕΕ και τις
εργοδοτικές Ενώσεις, στη συνάντηση που έγινε στη Γενεύη, υπό την αιγίδα
της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO). Η συνάντηση, όπου συμμετείχε και ο
υπουργός Εργασίας, αφορούσε τις αλλαγές που συζητά η κυβέρνηση με την
τρόικα στο συνδικαλιστικό νόμο και την παραπέρα απελευθέρωση των
ομαδικών απολύσεων.
Σε γενικές γραμμές, εργοδότες και πλειοψηφία της ΓΣΕΕ συμφώνησαν ότι το ισχύον καθεστώς για τις ομαδικές απολύσεις είναι επαρκές και πρέπει να δοκιμαστεί στην πράξη, ότι δεν χρειάζεται τώρα να νομοθετηθεί το «λοκ άουτ» (ανταπεργία) και ότι οι όποιες αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο θα εστιάσουν, προς το παρόν, στη χρηματοδότηση των σωματείων και στις συνδικαλιστικές άδειες.
Η συμφωνία ΓΣΕΕ - εργοδοτών έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί σαν «βάλσαμο» για τα δικαιώματα των εργαζομένων, μπροστά στον κίνδυνο να προκύψουν νέες, πιο αντιδραστικές αλλαγές από τις διαβουλεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και την τρόικα πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα. Μ' αυτόν τον τρόπο αποθεώνουν την «κοινωνική συναίνεση» και καλλιεργούν κλίμα εφησυχασμού και υποταγής των εργαζομένων. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος και πρέπει να αποκρουστεί.
Σε τι ακριβώς συμφώνησαν εργοδότες και ΓΣΕΕ;
Πρώτον, συμφώνησαν να διατηρηθεί το ισχύον σύστημα έγκρισης των ομαδικών απολύσεων, που δίνει αυξημένες αρμοδιότητες στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ). Σ' αυτό το σύστημα έχει συναινέσει η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, με το κάλπικο επιχείρημα ότι βάζει επαρκή εμπόδια στις ομαδικές απολύσεις.
Η πραγματικότητα, βέβαια, απέδειξε ακριβώς το αντίθετο: Η πρώτη υπόθεση που χειρίστηκε το ΑΣΕ, κρίθηκε υπέρ της εργοδοσίας, αφού ενέκρινε τις ομαδικές απολύσεις, πάνω από το ανώτερο νομοθετημένο όριο, στη «Χαλυβουργία Ελλάδος».
Σύμφωνα, εξάλλου, με τις επίσημες ανακοινώσεις, στη συνάντηση της Γενεύης «η πλευρά των εργοδοτών έδωσε έμφαση στις ιδιαίτερες ανάγκες των επιχειρήσεων στην περίπτωση αναδιάρθρωσης ή/και συγχωνεύσεων και εξαγορών». Δηλαδή, ανάμεσα σε άλλα, η ΓΣΕΕ συμφώνησε να γίνονται σεβαστές οι «ιδιαίτερες ανάγκες» των επιχειρηματικών ομίλων να απολύουν ομαδικά, σε περίπτωση αναδιαρθρώσεων και εξαγορών.
Δεύτερον, συμφώνησαν να μείνει προς το παρόν ως έχει ο συνδικαλιστικός νόμος, κυρίως στο κομμάτι εκείνο που αφορά στις προϋποθέσεις κήρυξης μιας απεργίας. Ομως, η κατάσταση που έχουν διαμορφώσει σήμερα το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, με τη βοήθεια της αστικής Δικαιοσύνης, έχει υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό το δικαίωμα στην απεργία.
Για παράδειγμα, εννιά στις δέκα απεργιακές κινητοποιήσεις που φτάνουν στο δικαστήριο, κρίνονται παράνομες ή/και καταχρηστικές. Την ίδια ώρα, ολόκληροι κλάδοι απαγορεύεται να απεργήσουν, επειδή βρίσκονται σε επιστράτευση.
Η έχθρα της εργοδοσίας για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τους εργατικούς αγώνες δεν αναιρείται από το γεγονός ότι συμφώνησε προς το παρόν να μην αλλάξει ο νόμος για την απεργία. Αλλωστε, η συμμετοχή της ΓΣΕΕ στην όλη συζήτηση και η αποθέωση της «κοινωνικής συναίνεσης» διευκολύνουν αντικειμενικά το επόμενο βήμα.
Το ίδιο ισχύει και για το «λοκ άουτ». Μπορεί νομικά να μην προβλέπεται, αυτό όμως σε τίποτα δεν εμπόδισε, για παράδειγμα, την εργοδοσία στο Καζίνο Λουτρακίου να απαντήσει με ανταπεργία στην απεργία των εργαζομένων, που διεκδικούσαν δεδουλευμένα, με το ...επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να διασφαλίσει τη λειτουργία της επιχείρησης με μειωμένο προσωπικό.
Τέλος, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το ότι ακόμα και οι αλλαγές που «πέφτουν στο τραπέζι», για τη χρηματοδότηση των συνδικάτων και τις συνδικαλιστικές άδειες, δεν είναι καθόλου «αθώες». Με άλλοθι τα εκφυλιστικά φαινόμενα, για τα οποία ευθύνεται ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός, γίνεται προσπάθεια να περιοριστεί η δράση των ταξικών συνδικάτων
Σε γενικές γραμμές, εργοδότες και πλειοψηφία της ΓΣΕΕ συμφώνησαν ότι το ισχύον καθεστώς για τις ομαδικές απολύσεις είναι επαρκές και πρέπει να δοκιμαστεί στην πράξη, ότι δεν χρειάζεται τώρα να νομοθετηθεί το «λοκ άουτ» (ανταπεργία) και ότι οι όποιες αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο θα εστιάσουν, προς το παρόν, στη χρηματοδότηση των σωματείων και στις συνδικαλιστικές άδειες.
Η συμφωνία ΓΣΕΕ - εργοδοτών έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί σαν «βάλσαμο» για τα δικαιώματα των εργαζομένων, μπροστά στον κίνδυνο να προκύψουν νέες, πιο αντιδραστικές αλλαγές από τις διαβουλεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και την τρόικα πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα. Μ' αυτόν τον τρόπο αποθεώνουν την «κοινωνική συναίνεση» και καλλιεργούν κλίμα εφησυχασμού και υποταγής των εργαζομένων. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος και πρέπει να αποκρουστεί.
Σε τι ακριβώς συμφώνησαν εργοδότες και ΓΣΕΕ;
Πρώτον, συμφώνησαν να διατηρηθεί το ισχύον σύστημα έγκρισης των ομαδικών απολύσεων, που δίνει αυξημένες αρμοδιότητες στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ). Σ' αυτό το σύστημα έχει συναινέσει η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, με το κάλπικο επιχείρημα ότι βάζει επαρκή εμπόδια στις ομαδικές απολύσεις.
Η πραγματικότητα, βέβαια, απέδειξε ακριβώς το αντίθετο: Η πρώτη υπόθεση που χειρίστηκε το ΑΣΕ, κρίθηκε υπέρ της εργοδοσίας, αφού ενέκρινε τις ομαδικές απολύσεις, πάνω από το ανώτερο νομοθετημένο όριο, στη «Χαλυβουργία Ελλάδος».
Σύμφωνα, εξάλλου, με τις επίσημες ανακοινώσεις, στη συνάντηση της Γενεύης «η πλευρά των εργοδοτών έδωσε έμφαση στις ιδιαίτερες ανάγκες των επιχειρήσεων στην περίπτωση αναδιάρθρωσης ή/και συγχωνεύσεων και εξαγορών». Δηλαδή, ανάμεσα σε άλλα, η ΓΣΕΕ συμφώνησε να γίνονται σεβαστές οι «ιδιαίτερες ανάγκες» των επιχειρηματικών ομίλων να απολύουν ομαδικά, σε περίπτωση αναδιαρθρώσεων και εξαγορών.
Δεύτερον, συμφώνησαν να μείνει προς το παρόν ως έχει ο συνδικαλιστικός νόμος, κυρίως στο κομμάτι εκείνο που αφορά στις προϋποθέσεις κήρυξης μιας απεργίας. Ομως, η κατάσταση που έχουν διαμορφώσει σήμερα το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, με τη βοήθεια της αστικής Δικαιοσύνης, έχει υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό το δικαίωμα στην απεργία.
Για παράδειγμα, εννιά στις δέκα απεργιακές κινητοποιήσεις που φτάνουν στο δικαστήριο, κρίνονται παράνομες ή/και καταχρηστικές. Την ίδια ώρα, ολόκληροι κλάδοι απαγορεύεται να απεργήσουν, επειδή βρίσκονται σε επιστράτευση.
Η έχθρα της εργοδοσίας για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τους εργατικούς αγώνες δεν αναιρείται από το γεγονός ότι συμφώνησε προς το παρόν να μην αλλάξει ο νόμος για την απεργία. Αλλωστε, η συμμετοχή της ΓΣΕΕ στην όλη συζήτηση και η αποθέωση της «κοινωνικής συναίνεσης» διευκολύνουν αντικειμενικά το επόμενο βήμα.
Το ίδιο ισχύει και για το «λοκ άουτ». Μπορεί νομικά να μην προβλέπεται, αυτό όμως σε τίποτα δεν εμπόδισε, για παράδειγμα, την εργοδοσία στο Καζίνο Λουτρακίου να απαντήσει με ανταπεργία στην απεργία των εργαζομένων, που διεκδικούσαν δεδουλευμένα, με το ...επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να διασφαλίσει τη λειτουργία της επιχείρησης με μειωμένο προσωπικό.
Τέλος, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το ότι ακόμα και οι αλλαγές που «πέφτουν στο τραπέζι», για τη χρηματοδότηση των συνδικάτων και τις συνδικαλιστικές άδειες, δεν είναι καθόλου «αθώες». Με άλλοθι τα εκφυλιστικά φαινόμενα, για τα οποία ευθύνεται ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός, γίνεται προσπάθεια να περιοριστεί η δράση των ταξικών συνδικάτων