Της Κάλι Καρά
Αναμενόμενα από τις αντιλαϊκές ευρωενωσιακές πολιτικές, αλλά σοκάρουν τα στοιχεία από τα συμπεράσματα Πανελλαδικής Έρευνας για την Υγεία που παρουσιάστηκε στο 13ο Ετήσιο Συνέδριο Healthworld που διοργάνωσε το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο:
Από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, το ποσοστό εκείνων που αναζήτησαν το καταφύγιο μιας ιδιωτικής ασφαλιστικής κάλυψης αυξήθηκε τα τελευταία δυο χρόνια, από 23,8% σε 38,7%.
Ανεξάρτητα από την ασφαλιστική τους κάλυψη, το τελευταίο εξάμηνο, οι Έλληνες πλήρωσαν από την τσέπη τους κατά μέσο όρο 265,15 ευρώ για υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Η μεγαλύτερη δαπάνη αφορά στα φάρμακα, ενώ ακολουθούν οι επισκέψεις σε γιατρούς (εκτός οδοντιάτρων) και οι εργαστηριακές εξετάσεις.Τέσσερις στους δέκα έχουν μειώσει τη χρήση των υπηρεσιών Υγείας για πρωτοβάθμια περίθαλψη σε σχέση με την περίοδο πριν από τη λειτουργία του ΕΟΠΥΥ και του ΠΕΔΥ.
Σύμφωνα με την έρευνα, από εκείνους που μείωσαν τη χρήση υπηρεσιών για ΠΦΥ, το 45% το έκανε λόγω μεγάλου χρόνου αναμονής και το 33% λόγω αδυναμίας πληρωμής. Όμως, όταν τα στοιχεία αναφέρονται σ' εκείνους που δε χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες ΠΦΥ, αν και είχαν πρόβλημα υγείας, τότε η αδυναμία πληρωμής εκφράζεται με ποσοστό 45%.
Την ίδια στιγμή, το Ελληνικό ίδρυμα Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ), σε συνέντευξη Τύπου που δόθηκε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καρδιάς, αποκάλυψε ότι οι καρδιοπαθείς κόβουν την αγωγή τους λόγω της υψηλής συμμετοχής που πληρώνουν από την τσέπη τους. Στα χρόνια της κρίσης, το 12,9% των ασθενών αδυνατεί πια να αγοράσει τα φάρμακά του, το 44,6% δηλώνει ότι το κόστος είναι μεγάλο, ενώ ποσοστό 8% χαρακτηρίζει τη φαρμακευτική δαπάνη δυσβάστακτη.
Όλα αυτά απορρέουν από το γεγονός ότι η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι ένα συνονθύλευμα σημείων παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Υγείας, που αποτελείται από τον κρατικό και τον ιδιωτικό τομέα. Η ΠΦΥ δε χτίζεται με κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά με ενισχυμένο το κριτήριο ότι η Υγεία αποτελεί εμπόρευμα και ταυτόχρονα το «κόστος» πρέπει να φύγει από το κεφάλαιο και το κράτος του.
Ανοίγει νέος δρόμος κερδοφορίας για τους επιχειρηματίες, που πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι τα προβλήματα υγείας του λαού και την ανάγκη για πρόληψη.
Χωρίς ουσιαστική υγειονομική φροντίδα παραμένουν οι ανασφάλιστοι, με ένα «μίνιμουμ» παροχών επιπέδου φτωχοκομείου, πέραν του οποίου οι υπηρεσίες Υγείας αποτελούν «ατομική υπόθεση» του καθενός, στο βαθμό που βαστάει η τσέπη του. Στο ίδιο πλαίσιο διαχείρισης της ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης, ρόλο παίζουν τόσο η Τοπική Διοίκηση όσο και οι «φιλάνθρωπες» οργανώσεις με αντίστοιχα προγράμματα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας και όχι αντιμετώπισης των συνεπειών δραματικής υποβάθμισης της ΠΦΥ για όλο το λαό.
Οι εργαζόμενοι, οι υγειονομικοί, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι φτωχοί αγρότες, οι γυναίκες, η νεολαία είναι ώρα να οργανώσουν την πάλη τους μέσα από το ταξικό εργατικό και λαϊκό κίνημα για ένα πραγματικά ολοκληρωμένο, αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν σύστημα Υγείας και αντίστοιχα Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας με κύριο προσανατολισμό την πρόληψη και τη σύνδεση με το χώρο δουλειάς και κατοικίας, το σχολείο, την οικογένεια, με βάση της το Κέντρο Υγείας (ΚΥ) που συγκεντρώνει όλες τις σύγχρονες υποδομές, όλες τις ιατρικές και άλλες ειδικότητες.
Αναμενόμενα από τις αντιλαϊκές ευρωενωσιακές πολιτικές, αλλά σοκάρουν τα στοιχεία από τα συμπεράσματα Πανελλαδικής Έρευνας για την Υγεία που παρουσιάστηκε στο 13ο Ετήσιο Συνέδριο Healthworld που διοργάνωσε το Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο:
Από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, το ποσοστό εκείνων που αναζήτησαν το καταφύγιο μιας ιδιωτικής ασφαλιστικής κάλυψης αυξήθηκε τα τελευταία δυο χρόνια, από 23,8% σε 38,7%.
Ανεξάρτητα από την ασφαλιστική τους κάλυψη, το τελευταίο εξάμηνο, οι Έλληνες πλήρωσαν από την τσέπη τους κατά μέσο όρο 265,15 ευρώ για υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Η μεγαλύτερη δαπάνη αφορά στα φάρμακα, ενώ ακολουθούν οι επισκέψεις σε γιατρούς (εκτός οδοντιάτρων) και οι εργαστηριακές εξετάσεις.Τέσσερις στους δέκα έχουν μειώσει τη χρήση των υπηρεσιών Υγείας για πρωτοβάθμια περίθαλψη σε σχέση με την περίοδο πριν από τη λειτουργία του ΕΟΠΥΥ και του ΠΕΔΥ.
Σύμφωνα με την έρευνα, από εκείνους που μείωσαν τη χρήση υπηρεσιών για ΠΦΥ, το 45% το έκανε λόγω μεγάλου χρόνου αναμονής και το 33% λόγω αδυναμίας πληρωμής. Όμως, όταν τα στοιχεία αναφέρονται σ' εκείνους που δε χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες ΠΦΥ, αν και είχαν πρόβλημα υγείας, τότε η αδυναμία πληρωμής εκφράζεται με ποσοστό 45%.
Την ίδια στιγμή, το Ελληνικό ίδρυμα Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ), σε συνέντευξη Τύπου που δόθηκε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καρδιάς, αποκάλυψε ότι οι καρδιοπαθείς κόβουν την αγωγή τους λόγω της υψηλής συμμετοχής που πληρώνουν από την τσέπη τους. Στα χρόνια της κρίσης, το 12,9% των ασθενών αδυνατεί πια να αγοράσει τα φάρμακά του, το 44,6% δηλώνει ότι το κόστος είναι μεγάλο, ενώ ποσοστό 8% χαρακτηρίζει τη φαρμακευτική δαπάνη δυσβάστακτη.
Όλα αυτά απορρέουν από το γεγονός ότι η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι ένα συνονθύλευμα σημείων παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Υγείας, που αποτελείται από τον κρατικό και τον ιδιωτικό τομέα. Η ΠΦΥ δε χτίζεται με κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά με ενισχυμένο το κριτήριο ότι η Υγεία αποτελεί εμπόρευμα και ταυτόχρονα το «κόστος» πρέπει να φύγει από το κεφάλαιο και το κράτος του.
Ανοίγει νέος δρόμος κερδοφορίας για τους επιχειρηματίες, που πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι τα προβλήματα υγείας του λαού και την ανάγκη για πρόληψη.
Χωρίς ουσιαστική υγειονομική φροντίδα παραμένουν οι ανασφάλιστοι, με ένα «μίνιμουμ» παροχών επιπέδου φτωχοκομείου, πέραν του οποίου οι υπηρεσίες Υγείας αποτελούν «ατομική υπόθεση» του καθενός, στο βαθμό που βαστάει η τσέπη του. Στο ίδιο πλαίσιο διαχείρισης της ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης, ρόλο παίζουν τόσο η Τοπική Διοίκηση όσο και οι «φιλάνθρωπες» οργανώσεις με αντίστοιχα προγράμματα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας και όχι αντιμετώπισης των συνεπειών δραματικής υποβάθμισης της ΠΦΥ για όλο το λαό.
Οι εργαζόμενοι, οι υγειονομικοί, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι φτωχοί αγρότες, οι γυναίκες, η νεολαία είναι ώρα να οργανώσουν την πάλη τους μέσα από το ταξικό εργατικό και λαϊκό κίνημα για ένα πραγματικά ολοκληρωμένο, αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν σύστημα Υγείας και αντίστοιχα Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας με κύριο προσανατολισμό την πρόληψη και τη σύνδεση με το χώρο δουλειάς και κατοικίας, το σχολείο, την οικογένεια, με βάση της το Κέντρο Υγείας (ΚΥ) που συγκεντρώνει όλες τις σύγχρονες υποδομές, όλες τις ιατρικές και άλλες ειδικότητες.