Αναπαραγωγή των άλλοθι, για τη
λήψη νέων αντιλαϊκών μέτρων και την αθέτηση των όποιων υποσχέσεων προς
το λαό, επιχειρεί η απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ
Τη διάθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε συμφωνία, διαμήνυσε στην ΕΕ ο Αλ. Τσίπρας,
μιλώντας στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. Διαβεβαίωσε ότι πασχίζει για μια συμφωνία
που θα εξασφαλίζει προϋποθέσεις για τη στήριξη της ανάκαμψης των κερδών
του κεφαλαίου. Γι' αυτό άλλωστε ιεράρχησε τα ζητήματα των χαμηλών
πρωτογενών πλεονασμάτων, τη διευθέτηση του χρέους και τη διασφάλιση
«γενναίου επενδυτικού πακέτου».
Αφού διαβεβαίωσε για την προσήλωσή του στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη (που προβλέπει ουσιαστικά την παράταση του παρόντος μνημονίου!) για τη μη τήρηση της οποίας κατηγόρησε «κάποιους από τους εκπροσώπους των δανειστών», ο Αλ. Τσίπρας διαμήνυσε ότι η κυβέρνησή του δεν πρόκειται να δεχθεί «ακρότητες», δηλαδή ακραία μέτρα λιτότητας - προφανώς διαχωρίζοντάς τα από τη λεγόμενη «ήπια λιτότητα»! Διευκρίνισε, βεβαίως, ότι η διαφωνία της κυβέρνησής του με αυτά τα μέτρα δεν έχει να κάνει με την αντιλαϊκότητά τους, αλλά με το γεγονός ότι αυτά είναι «βαθιά αντιαναπτυξιακά», δηλαδή δυσκολεύουν - σύμφωνα με την κυβέρνηση - την ανάκαμψη του κεφαλαίου.
Πρόσθεσε: «Ολο αυτό το διάστημα έχουμε αποδείξει ότι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε υποχωρήσεις, ώστε να μπορέσουμε να φτάσουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία», αλλά «δεν είναι δυνατόν και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό στους κόλπους της Ευρώπης να εξακολουθούν να υπάρχουν και να ασκούν επιρροή πρόσωπα που υπονομεύουν έμπρακτα και με σχέδιο το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
«Κάναμε βήματα προσέγγισης ώστε να βρεθεί κοινό έδαφος για την συμφωνία, έχουμε όμως και κόκκινες γραμμές. Εχουμε και όρια, τα οποία η λαϊκή εντολή, η ανάγκη της χώρας να μπει στην ανάπτυξη και η κοινή λογική, μας υποχρεώνουν να μην τα υπερβούμε», ανέφερε.
Κλείνοντας το μάτι στην αστική τάξη, κόμπασε ότι η κυβέρνηση κατάφερε «να αλλάξει ριζικά το βασικό σενάριο που είχε γίνει αποδεκτό από το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που ενέκρινε και ψήφισε στη Βουλή με διθυράμβους η κυβέρνηση Σαμαρά» και «σήμερα το βασικό σενάριο δέχεται χαμηλούς στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2015 και το 2016 και υψηλότερους αλλά λογικούς για τα επόμενα χρόνια (...) αφήνουμε, δηλαδή, πίσω μας την λογική της σκληρής λιτότητας, που διαπερνούσε από άκρη σε άκρη τη μνημονιακή πολιτική».
Και πρόσθεσε: «Ενώ ταυτόχρονα γίνεται εξ αντικειμένου και παραδοχή για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους, καθώς η ανάλυση της βιωσιμότητάς του εξαρτάται άμεσα από το ύψος αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων (...) Ενα γενναίο επενδυτικό πακέτο χρηματοδότησης επενδύσεων στις υποδομές και τις νέες τεχνολογίες ...».
Την ίδια ώρα, προανήγγειλε επί της ουσίας νέα επιδρομή σε συντάξεις και ασφαλιστικά δικαιώματα, λέγοντας πως η άρνηση της κυβέρνησης να δεχτεί νέες περικοπές σε συντάξεις «βέβαια, για να συνεννοηθούμε, δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε από μόνοι υποχρεωμένοι, είτε έτσι είτε αλλιώς, να αντιμετωπίσουμε τα χρονίζοντα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος, το πρόβλημα της βιωσιμότητάς του».
Κατά τα άλλα, απευθυνόμενος στο λαό, ισχυρίστηκε ότι διαπραγματεύεται για λογαριασμό του, ότι, παρά τη χρηματοδοτική ασφυξία, η κυβέρνηση έχει ήδη υλοποιήσει ορισμένα φιλολαϊκά μέτρα, όπου σαν τέτοια παρουσίασε τη δυνατότητα ρύθμισης (των... μνημονιακών!) χρεών προς τις Εφορίες και τα ψίχουλα για την ακραία φτώχεια, ενώ για τη μετάθεση ακόμα και των πενιχρών προεκλογικών υποσχέσεων σε άγνωστο χρόνο επικαλέστηκε τη μη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ «τα έβαλε» λεκτικά με την «εγχώρια ολιγαρχία», επιλογή της οποίας ήταν, όπως είπε, «να φορτωθούν τα βάρη της οικονομικής κρίσης στις πλάτες της μισθωτής εργασίας, των συνταξιούχων, της αυτοαπασχολούμενης μεσαίας τάξης και των μικρών επιχειρηματιών». Επιλογή βεβαίως της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι να μη μετακινήσει ούτε μισό απ' τα βάρη αυτά. Αλλωστε, η «περίοδος ανάπτυξης» στην οποία αναφέρθηκε προϋποθέτει τα βάρη στο λαό.
Αναπαραγωγή των άλλοθι για την αθέτηση υποσχέσεων και τη λήψη νέων αντιλαϊκών μέτρων, κάνει η απόφαση που έλαβε κατά πλειοψηφία η ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. Σ' αυτήν γίνεται λόγος για «πρωτοφανή πολιτική μάχη» που δίνει η κυβέρνηση «για
την ανακούφιση αυτών που βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης (...) για
την επανεκκίνηση της οικονομίας (...) για τον τερματισμό του φαύλου
κύκλου του χρέους και της λιτότητας».
Προτρέπει, μάλιστα, το λαό σε συμπαράταξη με την κυβέρνηση στη διαπάλη για αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης, με τον ισχυρισμό ότι η «μάχη» με την «ιερά συμμαχία της λιτότητας (...) είναι ιστορικής σημασίας για το μέλλον της Ευρώπης».
Προσπαθεί, επιπλέον, να βγει και στον αφρό αναφέροντας:«Σε όλη του την πορεία ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμαινε ότι ο αγώνας ενάντια στην Ιερή Συμμαχία της Λιτότητας δεν θα είναι ένας ευχάριστος περίπατος. Λέγαμε ότι η μάχη θα διαρκέσει πολύ και θα είναι σκληρή. Δυστυχώς η εξέλιξη των πραγμάτων μάς δικαίωσε. Η Αριστερά όμως είναι για τα δύσκολα (...) Τέσσερις μήνες τώρα, αρνούμαστε τα ιταμά τελεσίγραφα. Αντιστεκόμαστε στην επιχείρηση στραγγαλισμού της οικονομίας και της κοινωνίας. Αψηφούμε τη διεθνή εκστρατεία λάσπης. Κλείνουμε τα αυτά στις σειρήνες της ενσωμάτωσης και της υποταγής»!
Απογειώνοντας την κοροϊδία, την ώρα που η κυβέρνηση εφαρμόζει μνημόνια, υπογράφει συμφωνίες παράτασής τους και διαπραγματεύεται νέα, η απόφαση ισχυρίζεται: «Η κυβέρνηση δεν πρόκειται να υπογράψει μνημονιακή συμφωνία». Αλλά, επιδιώκει «μια αμοιβαία επωφελή λύση (...) που θα οδηγήσει έξω από το φαύλο κύκλο χρέος - λιτότητα - περισσότερο χρέος». Τα βασικά χαρακτηριστικά της επιδιωκόμενης λύσης πρέπει να είναι: «Α) χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, Β) καμία νέα περικοπή σε μισθούς και συντάξεις, Γ) αναδιάρθρωση του χρέους, Δ) ισχυρό πακέτο για δημόσιες επενδύσεις, ιδίως στις υποδομές και τις νέες τεχνολογίες».
Για το τέλος η απόφαση αφήνει τις θολές υποσχέσεις να ολοκληρώσουν τη δουλειά της χειραγώγησης: «Μέσα σε τέσσερις μήνες έχουν γίνει πολλά και μπορούν να γίνουν ακόμα περισσότερα αν κερδίσουμε τη μάχη της διαπραγμάτευσης»... Με αυτό το «δόλωμα» προτρέπει το λαό σε «ενεργητική στήριξη» της κυβέρνησης για «να δοθεί επιτέλους τέλος στη λιτότητα».
Αφού διαβεβαίωσε για την προσήλωσή του στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη (που προβλέπει ουσιαστικά την παράταση του παρόντος μνημονίου!) για τη μη τήρηση της οποίας κατηγόρησε «κάποιους από τους εκπροσώπους των δανειστών», ο Αλ. Τσίπρας διαμήνυσε ότι η κυβέρνησή του δεν πρόκειται να δεχθεί «ακρότητες», δηλαδή ακραία μέτρα λιτότητας - προφανώς διαχωρίζοντάς τα από τη λεγόμενη «ήπια λιτότητα»! Διευκρίνισε, βεβαίως, ότι η διαφωνία της κυβέρνησής του με αυτά τα μέτρα δεν έχει να κάνει με την αντιλαϊκότητά τους, αλλά με το γεγονός ότι αυτά είναι «βαθιά αντιαναπτυξιακά», δηλαδή δυσκολεύουν - σύμφωνα με την κυβέρνηση - την ανάκαμψη του κεφαλαίου.
Πρόσθεσε: «Ολο αυτό το διάστημα έχουμε αποδείξει ότι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε υποχωρήσεις, ώστε να μπορέσουμε να φτάσουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία», αλλά «δεν είναι δυνατόν και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό στους κόλπους της Ευρώπης να εξακολουθούν να υπάρχουν και να ασκούν επιρροή πρόσωπα που υπονομεύουν έμπρακτα και με σχέδιο το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
«Κάναμε βήματα προσέγγισης ώστε να βρεθεί κοινό έδαφος για την συμφωνία, έχουμε όμως και κόκκινες γραμμές. Εχουμε και όρια, τα οποία η λαϊκή εντολή, η ανάγκη της χώρας να μπει στην ανάπτυξη και η κοινή λογική, μας υποχρεώνουν να μην τα υπερβούμε», ανέφερε.
Κλείνοντας το μάτι στην αστική τάξη, κόμπασε ότι η κυβέρνηση κατάφερε «να αλλάξει ριζικά το βασικό σενάριο που είχε γίνει αποδεκτό από το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που ενέκρινε και ψήφισε στη Βουλή με διθυράμβους η κυβέρνηση Σαμαρά» και «σήμερα το βασικό σενάριο δέχεται χαμηλούς στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2015 και το 2016 και υψηλότερους αλλά λογικούς για τα επόμενα χρόνια (...) αφήνουμε, δηλαδή, πίσω μας την λογική της σκληρής λιτότητας, που διαπερνούσε από άκρη σε άκρη τη μνημονιακή πολιτική».
Και πρόσθεσε: «Ενώ ταυτόχρονα γίνεται εξ αντικειμένου και παραδοχή για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους, καθώς η ανάλυση της βιωσιμότητάς του εξαρτάται άμεσα από το ύψος αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων (...) Ενα γενναίο επενδυτικό πακέτο χρηματοδότησης επενδύσεων στις υποδομές και τις νέες τεχνολογίες ...».
Την ίδια ώρα, προανήγγειλε επί της ουσίας νέα επιδρομή σε συντάξεις και ασφαλιστικά δικαιώματα, λέγοντας πως η άρνηση της κυβέρνησης να δεχτεί νέες περικοπές σε συντάξεις «βέβαια, για να συνεννοηθούμε, δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε από μόνοι υποχρεωμένοι, είτε έτσι είτε αλλιώς, να αντιμετωπίσουμε τα χρονίζοντα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος, το πρόβλημα της βιωσιμότητάς του».
Κατά τα άλλα, απευθυνόμενος στο λαό, ισχυρίστηκε ότι διαπραγματεύεται για λογαριασμό του, ότι, παρά τη χρηματοδοτική ασφυξία, η κυβέρνηση έχει ήδη υλοποιήσει ορισμένα φιλολαϊκά μέτρα, όπου σαν τέτοια παρουσίασε τη δυνατότητα ρύθμισης (των... μνημονιακών!) χρεών προς τις Εφορίες και τα ψίχουλα για την ακραία φτώχεια, ενώ για τη μετάθεση ακόμα και των πενιχρών προεκλογικών υποσχέσεων σε άγνωστο χρόνο επικαλέστηκε τη μη ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ «τα έβαλε» λεκτικά με την «εγχώρια ολιγαρχία», επιλογή της οποίας ήταν, όπως είπε, «να φορτωθούν τα βάρη της οικονομικής κρίσης στις πλάτες της μισθωτής εργασίας, των συνταξιούχων, της αυτοαπασχολούμενης μεσαίας τάξης και των μικρών επιχειρηματιών». Επιλογή βεβαίως της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι να μη μετακινήσει ούτε μισό απ' τα βάρη αυτά. Αλλωστε, η «περίοδος ανάπτυξης» στην οποία αναφέρθηκε προϋποθέτει τα βάρη στο λαό.
Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής
Προτρέπει, μάλιστα, το λαό σε συμπαράταξη με την κυβέρνηση στη διαπάλη για αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης, με τον ισχυρισμό ότι η «μάχη» με την «ιερά συμμαχία της λιτότητας (...) είναι ιστορικής σημασίας για το μέλλον της Ευρώπης».
Προσπαθεί, επιπλέον, να βγει και στον αφρό αναφέροντας:«Σε όλη του την πορεία ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμαινε ότι ο αγώνας ενάντια στην Ιερή Συμμαχία της Λιτότητας δεν θα είναι ένας ευχάριστος περίπατος. Λέγαμε ότι η μάχη θα διαρκέσει πολύ και θα είναι σκληρή. Δυστυχώς η εξέλιξη των πραγμάτων μάς δικαίωσε. Η Αριστερά όμως είναι για τα δύσκολα (...) Τέσσερις μήνες τώρα, αρνούμαστε τα ιταμά τελεσίγραφα. Αντιστεκόμαστε στην επιχείρηση στραγγαλισμού της οικονομίας και της κοινωνίας. Αψηφούμε τη διεθνή εκστρατεία λάσπης. Κλείνουμε τα αυτά στις σειρήνες της ενσωμάτωσης και της υποταγής»!
Απογειώνοντας την κοροϊδία, την ώρα που η κυβέρνηση εφαρμόζει μνημόνια, υπογράφει συμφωνίες παράτασής τους και διαπραγματεύεται νέα, η απόφαση ισχυρίζεται: «Η κυβέρνηση δεν πρόκειται να υπογράψει μνημονιακή συμφωνία». Αλλά, επιδιώκει «μια αμοιβαία επωφελή λύση (...) που θα οδηγήσει έξω από το φαύλο κύκλο χρέος - λιτότητα - περισσότερο χρέος». Τα βασικά χαρακτηριστικά της επιδιωκόμενης λύσης πρέπει να είναι: «Α) χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, Β) καμία νέα περικοπή σε μισθούς και συντάξεις, Γ) αναδιάρθρωση του χρέους, Δ) ισχυρό πακέτο για δημόσιες επενδύσεις, ιδίως στις υποδομές και τις νέες τεχνολογίες».
Για το τέλος η απόφαση αφήνει τις θολές υποσχέσεις να ολοκληρώσουν τη δουλειά της χειραγώγησης: «Μέσα σε τέσσερις μήνες έχουν γίνει πολλά και μπορούν να γίνουν ακόμα περισσότερα αν κερδίσουμε τη μάχη της διαπραγμάτευσης»... Με αυτό το «δόλωμα» προτρέπει το λαό σε «ενεργητική στήριξη» της κυβέρνησης για «να δοθεί επιτέλους τέλος στη λιτότητα».