«Με ευθύνη τόσο των προηγούμενων κυβερνήσεων όσο και των εταίρων μας,
επιβλήθηκε στον ελληνικό λαό ένα πρόγραμμα λιτότητας που γνωρίζαμε ότι
με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει όχι σε μια παροδική ύφεση, αλλά σε
μια μακροχρόνια βλάβη των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας και σε μια
πρωτοφανή συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας, όπως και έγινε.
Μετά
από πέντε σχεδόν χρόνια ακραίας λιτότητας, χάσαμε περίπου το ένα
τέταρτο του εθνικού προϊόντος. Πάνω από ενάμισι εκατομμύριο συμπολίτες
μας έχασαν τις δουλειές τους, ενώ πάνω από δυόμισι εκατομμύρια
αναγκάστηκαν να διαβιώνουν κάτω από τα επίσημα όρια της φτώχειας (...)
Ο ελληνικός λαός έδωσε ισχυρή και καθαρή εντολή για τον άμεσο τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και για αλλαγή πολιτικής».
Η
συγκεκριμένη τοποθέτηση του πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα, για την κατάσταση
της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας και τις αιτίες της
βαρβαρότητας που ζει η εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα,
βάζει την πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω. Ετσι, προβάλλοντας ως αιτία
το αποτέλεσμα, πασχίζει να πείσει ότι η «πολιτική λιτότητας» δημιούργησε
την κρίση και ότι αυτή ευθύνεται τόσο για τη δυσκολία ανάκαμψης όσο και
για τα λαϊκά βάσανα. Κρύβει μ' αυτόν τον τρόπο το γεγονός ότι η
οικονομία της Ελλάδας, όπως και της Ευρωζώνης, της ΕΕ, των ΗΠΑ και
πολλών άλλων καπιταλιστικών κρατών βρέθηκε σε βαθιά καπιταλιστική
οικονομική κρίση υπερσυσσώρευσης.
Αναδιαρθρώσεις για μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης
Η
καπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας δεν έχει περάσει σε φάση ανάκαμψης.
Ολες οι έως τώρα κυβερνήσεις, στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και της ΕΕ
εφάρμοσαν τη λεγόμενη περιοριστική πολιτική, προκειμένου να
διαχειριστούν την κρίση και να διαμορφώσουν προϋποθέσεις ανάκαμψης,
αντιμετωπίζοντας πρώτα απ' όλα το μεγάλο κρατικό χρέος και τα μεγάλα
δημόσια ελλείμματα. Αυτά τα δύο έγιναν αφορμή για την εφαρμογή αυστηρής
δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να εξοικονομούνται κρατικά χρήματα
για αποπληρωμή των δανείων που δόθηκαν στο ελληνικό κράτος για την
αποπληρωμή των χρεών.
Η ανεργία είναι βασική συνέπεια της
κρίσης, αφού κάποιες επιχειρήσεις αναγκάζονται να κλείσουν λόγω κρίσης ή
να απολύσουν προσωπικό, αφού μειώνουν την παραγωγή τους, ενώ επίσης
νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας δεν μπορούν να απορροφηθούν. Επίσης,
για να μπορέσει να υπάρξει ανάκαμψη χρειάζεται να μειωθεί η τιμή της
εργατικής δύναμης, (εργατικό κόστος το λένε οι αστοί αλλά δεν είναι
τέτοιο γιατί η εργατική τάξη παράγει τον πλούτο), να ανοίξουν νέα πεδία
δράσης του κεφαλαίου, να διευκολυνθεί η συγκέντρωση, να προστατευθούν οι
μονοπωλιακοί όμιλοι. Ετσι, λοιπόν, σε σύντομο χρονικό διάστημα στην
Ελλάδα επιταχύνθηκε η εφαρμογή μιας σειράς αναδιαρθρώσεων που είχαν
καθυστερήσει στο παρελθόν και αποτελούσαν στρατηγικές επιλογές του
κεφαλαίου για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής
οικονομίας από την περίοδο της ανάκαμψης. Αυτά νομοθέτησαν με την
πλειοψηφία των εφαρμοστικών νόμων.
Ολες σχεδόν οι αντιδραστικές
μεταρρυθμίσεις αποσκοπούσαν όχι στην αποπληρωμή του χρέους και στη
μείωση των ελλειμμάτων, αλλά στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης,
για να αυξηθεί το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου και να έχει τις
λιγότερες δυνατές απώλειες από την κρίση. Πρόκειται λοιπόν για πολιτική
μετακύλισης των βαρών της κρίσης στην εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά
λαϊκά στρώματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, βεβαίως, σύμφωνα με την υπουργό
Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη διαχωρίζει το 70% αυτών των μεταρρυθμίσεων, των
αντεργατικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που θεωρεί θετικές από το
υπόλοιπο 30% που θεωρεί «τοξικές».
Πολιτική ενάντια στη λιτότητα για ποιον;
Για
όλα τα παραπάνω ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πει κουβέντα όλα τα χρόνια της
οικονομικής κρίσης. Γιατί η ανάδειξη αυτής της πραγματικότητας
αποκαλύπτει ότι η αιτία των βασάνων της εργατικής τάξης και των άλλων
λαϊκών στρωμάτων είναι η καπιταλιστική οικονομική κρίση και η πολιτική
διαχείρισής της σε όφελος του κεφαλαίου και όχι μια μορφή διαχείρισής
της. Επίσης, αποκαλύπτει ότι η αιτία της κρίσης βρίσκεται στο γεγονός
πως η οικονομία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής λειτουργεί με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος.
Οπως
έχει αποδειχτεί από την Ιστορία, κάποια στιγμή η περιοριστική πολιτική
πρέπει κάπως να χαλαρώσει, γιατί πάντα οι καπιταλιστικές επενδύσεις
έχουν ανάγκη την κρατική ενίσχυση και με πόρους. Για να μπορεί να
πραγματοποιηθεί αυτό πρέπει να ρυθμιστεί η αποπληρωμή του χρέους και να
χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί όροι της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Δε θα
ξαναθυμίσουμε ότι την πολιτική που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
- ΑΝΕΛ, εφάρμοσε ο Ομπάμα στις ΗΠΑ, αλλά η ζωή των εργαζομένων, παρά
την έξοδο από την κρίση, δε βελτιώθηκε, ούτε βεβαίως ότι τα ίδια έχουμε
και στην Ιαπωνία.
Αυτήν τη χαλάρωση ονομάζει ο ΣΥΡΙΖΑ τέλος της
λιτότητας, αυτή την αλλαγή μείγματος επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, στην
πραγματικότητα, πρόκειται για τέλος της λιτότητας για το κεφάλαιο.
Τι
εννοεί η κυβέρνηση όταν λέει ότι θα εφαρμόσει πολιτική ενάντια στη
λιτότητα; Εχει καμιά σχέση με την ανάγκη να καλύψουν οι εργαζόμενοι όλες
τις απώλειες της περιόδου της κρίσης, να καλύψουν τις βασικές τους
ανάγκες; Αυτό απαιτεί την κατάργηση όλων των αντεργατικών, αντιλαϊκών
νόμων. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί με το 70% αυτών και ετοιμάζει και νέες
μεταρρυθμίσεις με τον ΟΟΣΑ.
Αυτό, λοιπόν, που εννοούν με την
αντίθετη στη λιτότητα πολιτική, είναι η ενίσχυση της ρευστότητας στην
αγορά, για να διοχετευθεί χρήμα στις επιχειρήσεις μέσω των τραπεζών και
του κράτους, ώστε να γίνουν επενδύσεις, που στις σημερινές συνθήκες
δυσκολεύονται να πραγματοποιηθούν. Και αυτό το επισημαίνουν ιδιαίτερα
για την Ευρωζώνη και την ΕΕ, όπου σημειώνονται δυσκολίες στην ανάκαμψη
και φόβοι για νέα ύφεση. Σε αυτήν την κατεύθυνση συμφωνούν και ορισμένα
τμήματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα, όπως έχουν εκφραστεί μέσω και των
ενώσεών τους, π.χ., ο ΣΕΒ. Λένε, επίσης, ότι η ανάκαμψη της
καπιταλιστικής οικονομίας, των επιχειρηματικών ομίλων, θα δώσει τη
δυνατότητα ώστε να σημειωθεί και κάποια βελτίωση στη ζωή των
εργαζομένων, να αντιμετωπισθεί η ανεργία. Βεβαίως, η όποια βελτίωση δε
θα σημάνει αποκατάσταση των απωλειών των εργαζομένων, όλων όσα έχασαν
την περίοδο της κρίσης.
Υπάρχει και ο άλλος δρόμος, της εργατικής τάξης και των συμμάχων της
Η
εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, χρειάζεται να
συνειδητοποιήσουν ότι η αντίθετη στην περιοριστική πολιτική δεν
πρόκειται να καταργήσει τους αντεργατικούς, αντιλαϊκούς νόμους, άρα δεν
πρόκειται να συμβάλει καν στην ανάκτηση των απωλειών τους. Οτι η
λιτότητα γι' αυτούς θα συνεχίζεται. Δεν πρέπει, λοιπόν, να συνταχτούν με
τη σημαία του κεφαλαίου. Με τις όποιες παροχές - ψίχουλα δώσουν
διαχειρίζονται την ακραία φτώχεια. Οι λαϊκές ανάγκες δεν
αντιμετωπίζονται. Πρωταρχικό ζήτημα της κυβέρνησης είναι η εφαρμογή
πολιτικής υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων για τη διευρυμένη αναπαραγωγή
των κερδών, για την ανταγωνιστικότητα. «Η νέα κυβέρνηση θέλει και θα
στηρίξει τις ιδιωτικές επενδύσεις που μπορούν να παίξουν κομβικό ρόλο
στην προσπάθεια της παραγωγικής ανασυγκρότησης της πατρίδας μας», είπε στην ίδια ομιλία ο Αλ. Τσίπρας, ενώ μίλησε και για εφαρμογή «παρεμβάσεων που υπακούν στην ανάγκη εξασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας και του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού», δηλαδή πλεονάσματα.
Για
το λαό, ο δικός του δρόμος είναι η διεκδίκηση κάλυψης όλων των απωλειών
με κατάργηση όλων των αντεργατικών - αντιλαϊκών νόμων, διεκδίκηση
κάλυψης όλων των αναγκών του σε ρότα αντικαπιταλιστικής -
αντιμονοπωλιακής πάλης, αποδέσμευσης από την ΕΕ, μονομερούς διαγραφής
του χρέους, κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων με εργατική - λαϊκή εξουσία.