Με μια μακροσκελή ανακοίνωση, ο πρώην υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης,
αντιδρά στο ενδεχόμενο να επανέλθει ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ και
ισχυρίζεται ότι πρέπει οι μισθοί «να αυξάνονται όπως αυξάνεται και η
παραγωγικότητα, "καθρεφτίζοντας" την πραγματική δύναμη της οικονομίας.
Σε αυτό το σημείο, ακριβώς, βρίσκεται η κρίσιμη προϋπόθεση για μια
ευεργετική επίδραση των μισθών σε όλη την οικονομία. Στο να συμβαδίζει,
δηλαδή, η αύξηση των αμοιβών με τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της
ανταγωνιστικότητας, με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα».
Στη
βάση αυτή, υπερασπίζεται το μηχανισμό που θεσμοθέτησε η προηγούμενη
κυβέρνηση (ν. 4093/2012 και 4172/2013) για τον καθορισμό του κατώτατου
μισθού, «ύστερα από κοινωνικό διάλογο, λαμβάνοντας όμως υπόψη - για
πρώτη φορά στην Ελλάδα - τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας και της
ανταγωνιστικότητας».
Οι μισθοί ...υπονόμευσαν την απασχόληση
Οπως λέει ο Γ. Βρούτσης, «στο
πλαίσιο αυτού του νέου μηχανισμού του κατώτατου μισθού, οι ίδιοι οι
κοινωνικοί εταίροι, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι θα μπορούν στο
μέλλον, όπως μπορούν και σήμερα, να συμφωνούν μόνοι τους - στο πλαίσιο
της συλλογικής αυτονομίας τους - όποιες υψηλότερες αμοιβές θέλουν,
ανάλογα με την παραγωγικότητα και τις δυνατότητες κάθε κλάδου και
επιχείρησης ξεχωριστά. Αυτή είναι εξάλλου η λογική με την οποία
διαμορφώνονται οι αμοιβές σε όλη την Ευρώπη. Τέτοια μοντέλα
προσδιορισμού του κατώτατου μισθού υπάρχουν στην πλειοψηφία των
ευρωπαϊκών χωρών».
Σημειώνει, τέλος, τα εξής: «Εάν
γυρίσουμε στον παλαιό τρόπο προσδιορισμού του κατώτατου μισθού σε όλη
την οικονομία μόνο από τους κοινωνικούς εταίρους (δηλαδή σε μια Εθνική
Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας χωρίς τη συμμετοχή του κράτους),
επιστρέφουμε ουσιαστικά σε μια πρακτική του παρελθόντος, όπου η
διαμόρφωση των αμοιβών γίνονταν με πολιτικο - συνδικαλιστικά κριτήρια
και όχι με οικονομικά. Τότε που κάποιοι, αδιαφορώντας για τις
πραγματικές διαστάσεις της οικονομίας, αποφάσιζαν και έστελναν το
λογαριασμό αλλού.
(...) Μια διαδικασία που απέτυχε και
ξεπεράστηκε από την ίδια την πραγματικότητα στην αγορά εργασίας. Που
ουσιαστικά, ενώ υποτίθεται ότι γινόταν στο όνομα του "καλού των
εργαζομένων", λειτουργούσε αντίστροφα, υπονομεύοντας τους εργαζόμενους,
την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
(...)
Η θέση μας είναι, λοιπόν, ότι για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού σε
όλη την οικονομία πρέπει να έχει λόγο και το κράτος και οι
οικονομικοί/επιστημονικοί φορείς και, φυσικά, οι κοινωνικοί εταίροι. Το
σκεπτικό, λοιπόν, της μεταρρύθμισης στην αγορά εργασίας, δεν εδράζεται
σε μία λογική αποκλειστικής συμπίεσης του μισθολογικού κόστους -
συρρικνώνοντας το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων υπέρ των επιχειρήσεων -
αλλά σε μία λογική σταδιακής αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία θα
εναρμονίζεται με τη μεγέθυνση της οικονομίας και την εποικοδομητική
συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών».
Η θεωρία του «λιτού βίου»
Μέσες
- άκρες, ο πρώην υπουργός Εργασίας ισχυρίζεται ότι μέχρι να
θεσμοθετηθεί ο νέος μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού, οι
αυξήσεις που υπέγραφαν εργοδότες και εργαζόμενοι ήταν αναντίστοιχες με
την αύξηση της παραγωγικότητας στο σύνολο της οικονομίας και οι μισθοί
αυξάνονταν ταχύτερα από την παραγωγικότητα, ενώ σε άλλες χώρες αυτό δεν
ισχύει. Αυτό, λέει, είχε αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα της
ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας και στα δημοσιονομικά, αφού, με βάση
τον κατώτατο μισθό καθορίζονται ορισμένα προνοιακά και άλλα επιδόματα
που χορηγεί το κράτος.
Βεβαίως, η εργοδοσία σε περιόδους
καπιταλιστικής ανάπτυξης κάτω από την εργατική - συνδικαλιστική πάλη και
για να ενσωματώσει εργατικές δυνάμεις, σε κοινή πλεύση με τις
κυβερνήσεις, δίνει αυξήσεις άλλοτε μεγαλύτερες άλλοτε μικρότερες, πολύ
κάτω βεβαίως από το ποσοστό αύξησης των κερδών της και της
παραγωγικότητας. Εγινε στη δεκαετία του '80 με κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Αλλά
οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν όταν εκτιμούν ότι χρειάζονται μέτρα για την
προστασία του κεφαλαίου. Ετσι, την ίδια περίοδο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ
με υπουργό Οικονομίας τον Κ. Σημίτη απαγόρευσε για δύο χρόνια τις
αυξήσεις και στον ιδιωτικό τομέα.
Ολη η επιχειρηματολογία του Γ.
Βρούτση καταλήγει στο εξής: Το συνδικαλιστικό κίνημα επέβαλε τα
προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα μισθούς αναντίστοιχους με την
παραγωγικότητα. Αλλά οι μισθοί ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και
συμφωνίας με την εργοδοσία. Λέει ακόμη ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να
χάσει η οικονομία την ανταγωνιστικότητά της και τελικά οι εργαζόμενοι να
ζουν με περισσότερα απ' όσα επέτρεπε το επίπεδο της ανάπτυξης στην
Ελλάδα. Αλήθεια, πόσο απέχει αυτή η θέση από τις υποδείξεις του νέου
υπουργού Οικονομικών προς το λαό να συνηθίσει στο «λιτό βίο» για να
βοηθηθεί η ανάπτυξη;
Σε ό,τι αφορά την «ανάλυση» του Γ. Βρούτση,
είναι αστείο να πιστεύει κανείς ότι το συνδικαλιστικό κίνημα των
προηγούμενων χρόνων, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του '90, με καθολική
σχεδόν υπεροχή του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού, επέβαλε
στην εργοδοσία μισθούς που έθιγαν την κερδοφορία και την
ανταγωνιστικότητά της. Το ακριβώς αντίθετο γινόταν. Σε συνεργασία με την
πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό ισοδυναμούσαν
διαχρονικά με ψίχουλα και πάντα χαιρετίζονταν από τις κυβερνήσεις και τα
κόμματα του κεφαλαίου.
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, οι οριακές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό εξαϋλώνονταν από τον πληθωρισμό.
Εχουν δεμένο το γάιδαρό τους
Η
προσπάθεια του Βρούτση να παρουσιάσει τους εργοδότες ...ανυπεράσπιστους
απέναντι στις ορέξεις των εργαζομένων και του συνδικαλιστικού
κινήματος, ώστε να χρειάζεται το κράτος να τους προστατέψει, με άμεση
παρέμβαση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είναι προκλητική. Το κράτος
δεν είναι ουδέτερο, αταξικό. Είναι μηχανισμός επιβολής της εξουσίας του
κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων και
σαν τέτοιο λειτουργεί.
Με τη νομοθεσία που ψηφίζει, παρεμβαίνει
καθοριστικά στη διαμόρφωση του λεγόμενου κόστους εργασίας,
«μισθολογικού» και «μη μισθολογικού», σε βάρος πάντα των εργαζομένων και
υπέρ της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Οσον
αφορά στις διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, μπορεί το κράτος να
μην παρενέβαινε άμεσα μέχρι το 2012, αλλά τα κόμματα του κεφαλαίου, σε
κυβέρνηση και αντιπολίτευση, είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στους συνδικαλιστές
τους στο κίνημα, ώστε να σέρνουν τους εργαζόμενους από τη μια ήττα στην
άλλη, μέσα από το συμβιβασμό στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον
«κοινωνικό διάλογο».
Αυτήν τη γραμμή στο κίνημα την υπηρέτησαν
διαχρονικά και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα διεκδικούν να γίνουν
«χαλίφης στη θέση του χαλίφη» του εργοδοτικού - κυβερνητικού
συνδικαλισμού.
Από την άλλη, η εργοδοσία ποτέ δεν υπήρξε
...αυτοκτονική στην Ελλάδα και σε όλον τον καπιταλιστικό κόσμο, ώστε να
υπογράφει συμβάσεις που να απειλούν το θεμέλιο λίθο της κερδοφορίας της.
Πολύ περισσότερο που πάντα (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) είχε απέναντί
της ένα κίνημα ποδηγετημένο από τον εργοδοτικό - κυβερνητικό
συνδικαλισμό, που παρενέβαινε πολύμορφα για να υπονομεύσει τα εργατικά
συμφέροντα, για λογαριασμό του κεφαλαίου και των κομμάτων του.
Αλλά
κι εκεί που εμφανιζόταν μέσα από την ταξική πάλη μια χαραμάδα για
μεγαλύτερες αυξήσεις στους μισθούς, και υπήρξαν κατακτήσεις, το κράτος
παρενέβαινε με τους μηχανισμούς καταστολής και συκοφαντίας για να κάμψει
αντιστάσεις, να χειραγωγήσει διεκδικήσεις, να επιβάλει την «τάξη» για
λογαριασμό της εργοδοσίας.
Διαψεύδονται από δικά τους στοιχεία
Υπάρχει
μια ακόμα πλευρά, που σχετίζεται με αυτά καθαυτά τα στατιστικά
στοιχεία, και μάλιστα της αστικής στατιστικής, που αναιρούν τους
ισχυρισμούς του Γ. Βρούτση. Σύμφωνα με μελέτη (Ιούνης 2012) του Εθνικού
Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού, που εποπτεύεται από το
υπουργείο Εργασίας, «τα ετήσια ποσοστά αύξησης του μέσου κόστους
εργασίας σε σταθερές, αποπληθωρισμένες ή πραγματικές τιμές στην Ελλάδα
την προηγούμενη δεκαετία δεν υπερέβαιναν, κατά κανόνα, τα αντίστοιχα
ποσοστά αύξησης της παραγωγικότητας».
Συγκεκριμένα, από τα 11 έτη που εξετάζει η μελέτη, «για
6 έτη η αύξηση των μέσων πραγματικών μισθών και εργοδοτικών εισφορών
ήταν σημαντικά μικρότερη από την αύξηση της παραγωγικότητας (2000, 2001,
2003, 2004, 2006), για 2 έτη το μέσο πραγματικό κόστος εργασίας
μειώθηκε, ενώ η παραγωγικότητα αυξήθηκε πολύ (2001) ή μειώθηκε λιγότερο
απ' ό,τι το κόστος εργασίας (2009), και σε μία περίπτωση (2005) η
παραγωγικότητα αυξήθηκε όσο και το μέσο πραγματικό κόστος εργασίας (...)
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην ετήσια έκθεσή της για το 2011 συμπεραίνει,
με βάση την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας και τον πληθωρισμό,
ότι το περιθώριο κέρδους στην ελληνική οικονομία διευρύνθηκε».
Αν,
όμως, έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί η κυβέρνηση άλλαξε το 2012 και
το 2013 τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, ώστε αυτός να
διαμορφωθεί σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα; Η απάντηση βρίσκεται στην
καπιταλιστική κρίση, που είναι κρίση υπερσυσσώρευσης και προέκυψε σαν
αποτέλεσμα της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους για το κεφάλαιο.
Με
την απότομη μείωση των μισθών, το κράτος παρεμβαίνει αποφασιστικά υπέρ
των μονοπωλίων για να υποτιμήσει την εργατική δύναμη, να την κάνει ακόμα
φτηνότερη για το κεφάλαιο. Με τον τρόπο αυτό μεγαλώνει το ποσοστό
κέρδους, ώστε να δοθεί κίνητρο για επενδύσεις και να ξαναρχίσει ο κύκλος
της διευρυμένης αναπαραγωγής, που διακόπηκε βίαια με την κρίση.
Αντεργατικά «ισοδύναμα»
Στο
φτήνεμα, βέβαια, της εργατικής δύναμης εκτός από τη μείωση του
ονομαστικού μισθού συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες, όπως διευθέτηση του
χρόνου εργασίας, ελαστικές μορφές απασχόλησης, μείωση των εργοδοτικών
εισφορών, επιδοτήσεις μέσα από τα προγράμματα των ενεργητικών πολιτικών
για την απασχόληση, φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο, εμπορευματοποίηση και
ιδιωτικοποίηση τομέων όπως η Υγεία, η Πρόνοια, η Παιδεία. Είναι
παράγοντες που μειώνουν το λεγόμενο «κόστος εργασίας» για τον εργοδότη
και αυξάνουν το ποσοστό του κέρδους του.
Εδώ είναι που τέμνεται η
στρατηγική αντίληψη της σημερινής και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ αναγνωρίζει το ρόλο του κράτους στην
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων με κάθε τρόπο, γι' αυτό
την εξαγγελία για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 όχι μόνο την
παραπέμπει στο αόριστο μέλλον, αλλά επιπλέον διαβεβαιώνει ότι θα γίνει
(αν γίνει...) μέσα από τη διαπραγμάτευση με τους «κοινωνικούς εταίρους».
Οχι
μόνο αυτό, αλλά επιπλέον υπόσχεται ότι θα δώσει ισχυρά κίνητρα στην
εργοδοσία για να αποδεχτεί σχετική αύξηση του κατώτατου μισθού, αφού θα
πάρει για αντάλλαγμα τη ρύθμιση των χρεών στα ασφαλιστικά ταμεία και τις
τράπεζες, αλλά και την παραπέρα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ή την
επιδότηση από το κράτος της αύξησης των μισθών, όπως ζητάει για
παράδειγμα η ΕΣΕΕ.
Θυμίζουμε, επίσης, ότι σε κλάδους όπου
πλειοψηφούν δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνεργασία με τις ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ, τα
στελέχη του έχουν υπογράψει ή αποδεχτεί μειώσεις μισθών στο όνομα της
«ανταγωνιστικότητας». Σε κάθε περίπτωση, η νέα συγκυβέρνηση διασαφήνισε
ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα γίνει «σταδιακά», για να μην
υπάρξει «σοκ» στην οικονομία, ενώ την όποια αύξηση στους μισθούς τη
βλέπει μόνο από τη σκοπιά της επίδρασης που μπορεί να έχει η σχετική
αύξηση της ζήτησης στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας.
Τι διαφορά, όμως, έχουν όλα αυτά από τη θέση του Γ. Βρούτση ότι «το
σκεπτικό της μεταρρύθμισης στην αγορά εργασίας δεν εδράζεται σε μία
λογική αποκλειστικής συμπίεσης του μισθολογικού κόστους - συρρικνώνοντας
το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων υπέρ των επιχειρήσεων - αλλά σε μία
λογική σταδιακής αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία θα εναρμονίζεται
με τη μεγέθυνση της οικονομίας και την εποικοδομητική συνεργασία όλων
των εμπλεκόμενων μερών»; Καμία απολύτως...