«Η Ευρώπη αλλάζει», έλεγε πριν από τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, υπονοώντας ότι η εκλογή του στην κυβέρνηση θα πυροδοτούσε γενικότερες αλλαγές προς όφελος του λαού συνολικά στο οικοδόμημα της ΕΕ, καθώς και ότι οι συζητήσεις για αλλαγή του μείγματος που προωθείται στην ΕΕ βρίσκονται σε φιλολαϊκή κατεύθυνση. Θυμίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συστηματικά προσπάθησε να πείσει ότι το πρόβλημα δεν είναι η ΕΕ και ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης, αλλά η «νεοφιλελεύθερη διαχείριση», κατηγορώντας μάλιστα την προηγούμενη κυβέρνηση ότι συνηγορεί στην παραβίαση των κανόνων, των αρχών της ΕΕ που επιχειρούν οι ηγετικοί κύκλοι, με επικεφαλής τη Γερμανία.
Η προσπάθειά του, να καλλιεργήσει φρούδες ελπίδες, καταρρέει σαν χάρτινος πύργος από τις πρώτες κιόλας μέρες της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ και κατά τη διάρκεια των εξελισσόμενων διαπραγματεύσεων στην ΕΕ.
Η αποδοχή των δεσμεύσεων στην ΕΕ, των Συνθηκών και των κανόνων της σημαίνει εκ προοιμίου ότι κάθε διαπραγμάτευση σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να φύγει έξω από τα στενά αντιλαϊκά όρια που καθορίζουν μια στρατηγική επεξεργασμένη για λογαριασμό του κεφαλαίου, μια διαπραγμάτευση που γίνεται ακριβώς με κριτήριο τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Εντός της ΕΕ δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Μπορεί τα παζάρια στις απανωτές συνεδριάσεις του Γιούρογκρουπ να δίνουν και να παίρνουν, μπορεί η κυβέρνηση να κομπάζει πως διαπραγματεύεται ως «ισότιμος εταίρος» για το συμφέρον του λαού, η ουσία όμως παραμένει ίδια:
Κάθε κυβέρνηση διαπραγματεύεται για τα συμφέροντα της δικής της αστικής τάξης, ανταγωνιστικά προς τα συμφέροντα των άλλων. Με αυτό το κριτήριο διαμορφώνονται οι ιδιαίτερες συμμαχίες στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και οι κόντρες και αντιπαραθέσεις και οι τυχόν συμβιβασμοί.
Δεν μπαίνουν, δηλαδή, στη ζυγαριά τα συμφέροντα των λαών, αλλά τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων και είναι καθαρό ότι αυτή γέρνει πάντα προς το μέρος του ισχυρότερου πολιτικά και οικονομικά κράτους. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς στο καθεστώς της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό.
Επίσης, δεν υπάρχουν φιλίες, αλλά λυκοφιλίες. Ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που εκπροσωπούνται από τα κράτη δεν μπορούν να υπάρξουν φιλίες ούτε αλληλεγγύη. Ενώνονται μόνο απέναντι στον κοινό τους αντίπαλο, την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, μόνο για την ενίσχυση των αντιλαϊκών στρατηγικών, των αντιλαϊκών θεσμών τους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι διακηρύξεις περί «ισότιμης σχέσης με τους εταίρους», για «Ευρωπαϊκή Ενωση της αλληλεγγύης», ακόμα και για «συμμαχία των χωρών του Νότου», που θα έσωζε τάχα τους λαούς τους από τα δεινά της λιτότητας, ακούγονται σήμερα σχεδόν αστείες.
Να γιατί ο λαός θα κυνηγάει χίμαιρες όσο αναζητά ανακούφιση και λύση στα προβλήματά του μέσα στην ΕΕ, με την ελπίδα ότι αυτή μπορεί να γίνει φιλολαϊκή, να αλλάξει προς όφελός του, όπως του λένε ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι. Οσο θα αποδέχεται ως μονόδρομο τη συμμετοχή της χώρας του στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, ως λύση για αυτόν τη διεκδίκηση αναβάθμισης του ρόλου της δικιάς του αστικής τάξης.
Γι' αυτό ο λαός δεν πρέπει να στρατεύεται πίσω από τους επιχειρηματικούς ομίλους και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα στους συμβιβασμούς και τις συγκρούσεις τους.
Διέξοδος για το λαό μπορεί να υπάρξει μόνο με αγώνες που αμφισβητούν και συγκρούονται με τη στρατηγική της ΕΕ και των κομμάτων της. Ο δρόμος για τη λαϊκή ευημερία περνάει μέσα από την αποδέσμευση από την ΕΕ, με λαϊκή εξουσία, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και μονομερή διαγραφή του χρέους. Γι' αυτήν τη διέξοδο καλεί το λαό να παλέψει το ΚΚΕ.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Η Άποψη μας» του Ριζοσπάστη της Πέμπτης 19 Φλεβάρη 2015.