Σε δύο «άξονες» κινήθηκε η χτεσινή παρέμβαση της αναπληρώτριας
υπουργού για την καταπολέμηση της ανεργίας, Ράνιας Αντωνοπούλου, σε
τηλεοπτική εκπομπή. Ο πρώτος είναι η συνέχιση από τη νέα συγκυβέρνηση
των ενεργητικών πολιτικών για την απασχόληση, όπως τις παρέλαβε από τη
συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Οπως είπε η
αναπληρώτρια υπουργός, «παίρνουμε τη σκυτάλη από την προηγούμενη
κυβέρνηση, συνεχίζουμε το έργο που προϋπάρχει για τις ενεργητικές
πολιτικές για την απασχόληση».
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι,
ανεξάρτητα από το ποια μορφή θα παίρνουν κάθε φορά τα κυβερνητικά
προγράμματα για την ανεργία, προτεραιότητα παραμένει η επιδότηση των
επιχειρήσεων για να απασχολούν ανέργους και όχι βέβαια η επιδότηση των
ανέργων, πολύ περισσότερο η ουσιαστική στήριξή τους, καθώς είναι οι
τελευταίοι που ευθύνονται για το γεγονός ότι βρίσκονται εκτός παραγωγής.
Αρα, καμιά ελπίδα δεν πρέπει να τρέφουν οι άνεργοι ότι θα αυξηθεί το
επίδομα ή οι δικαιούχοι, που σήμερα είναι ελάχιστοι.
Η
πραγματικότητα αυτή αντικατοπτρίζεται και στον προϋπολογισμό του ΟΑΕΔ
για το 2015. Σ' αυτόν, η δαπάνη για τα επιδόματα των ανέργων είναι
μειωμένη σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και έτσι ανοίγει ο δρόμος
είτε για παραπέρα μείωση του αριθμού των δικαιούχων, είτε για παραπέρα
μείωση του πενιχρού επιδόματος. Την ίδια στιγμή, το κονδύλι το οποίο
πηγαίνει στις επιχειρήσεις, μέσω των προγραμμάτων που προωθούν την
«ευελιξία» στην εργασία, κατέχει ένα σημαντικό (και αυξανόμενο) μερίδιο
των εξόδων του.
Συγκεκριμένα, ο προϋπολογισμός του ΟΑΕΔ για το
2015 προβλέπει μόλις 992 εκ. ευρώ για επιδόματα, που αντιστοιχούν στο
33,7% των εσόδων του. Δηλαδή, μόλις το 1 στα 3 ευρώ που έχει έσοδα ο
Οργανισμός κατευθύνεται προς τους ανέργους. Την ίδια στιγμή, τα λεγόμενα
«προγράμματα απασχόλησης», που κατά κύριο λόγο κατευθύνονται προς τις
επιχειρήσεις, καταβροχθίζουν 600 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 22,37% των
συνολικών του δαπανών. Φαίνεται ότι αυτό το σκέλος θέλουν να μεγαλώσουν.
***
Ετσι, ο δεύτερος άξονας στον οποίο κινήθηκε,
ήταν η αναθεώρηση αυτών των προγραμμάτων, κυρίως όσων χρηματοδοτούνται
από τα ΕΣΠΑ, προκειμένου να προσαρμοστούν καλύτερα στις ανάγκες των
επιχειρήσεων. Δεν είναι τυχαίο, όπως αποκάλυψε η ίδια, ότι το ΙΟΒΕ, το
ερευνητικό ίδρυμα του ΣΕΒ, έχει εκπονήσει μελέτη για την
αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων στο πλαίσιο των ενεργητικών
πολιτικών για την απασχόληση και μ' αυτό το θέμα θα γινόταν χτες σύσκεψη
στο υπουργείο.
Οι βασικές «ενστάσεις» που αφορούν στα υπάρχοντα
προγράμματα, όπως τις ανέλυσε η αν. υπουργός, είναι η μικρή διάρκεια της
απασχόλησης και η διασπορά των ευρωπαϊκών κονδυλίων σε δράσεις
κατάρτισης, που δεν θεωρούνται αναγκαίες από τη συντριπτική πλειοψηφία
των επιχειρηματικών ομίλων.
Από εδώ προκύπτουν δύο βασικά
συμπεράσματα: Ακόμα κι αν η σημερινή κυβέρνηση αυξήσει το χρόνο της
απασχόλησης, μέσω ορισμένων προγραμμάτων από τους πέντε στους οκτώ, ή
στους εννιά μήνες, αυτό δε θα γίνει για να έχει ο άνεργος δουλειά για
περισσότερο χρόνο, αλλά για να είναι πιο αποδοτικός για τον εργοδότη
του.
Οπως είπε η αναπληρωτής υπουργός, το ΙΟΒΕ διαπιστώνει ότι
«είναι πολύ μικρό το διάστημα των πέντε μηνών για να αποδώσει ο
εργαζόμενος» και ότι «χρειάζονται τουλάχιστον οκτώ μήνες». Σε κάθε
περίπτωση, η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, λέει στον άνεργο να
ξεχάσει κάθε προοπτική για σταθερή και μόνιμη δουλειά με πλήρη
δικαιώματα και παζαρεύει τη διάρκεια μόνο του διαστήματος που μεσολαβεί
ανάμεσα σε δύο περιόδους ανεργίας, κι αυτό με βάση το συμφέρον των
εργοδοτών!
***
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η εργοδοσία
ζητάει μεγαλύτερο μέρος από τα κονδύλια που διατίθενται μέσω του ΟΑΕΔ
και του ΕΣΠΑ για τις ενεργητικές πολιτικές. Σήμερα, εφτά στα δέκα ευρώ
από αυτά τα προγράμματα πάνε στην κατάρτιση. Σύμφωνα με την Ράνια
Αντωνοπούλου, οι εργοδότες ζητάνε να καταρτίζονται οι άνεργοι μέσα στις
επιχειρήσεις για μικρό διάστημα και μετά να περνούν στην παραγωγή, όπου
θα προσφέρουν κοψοχρονιά την εργατική τους δύναμη και βέβαια θα
αξιοποιούνται σαν μοχλός πίεσης για τη μείωση συνολικά των μισθών και
των δικαιωμάτων στην επιχείρηση και στον κλάδο.
«Η εξειδίκευση δε
θα λύσει το πρόβλημα της ανεργίας (...) το πρόβλημα είναι η ζήτηση. Αρα
χρειάζεται επαναπροσδιορισμός της κατανομής των πόρων σε συνεργασία με
τις επιχειρήσεις», είπε η αναπληρώτρια υπουργός, μεταφέροντας το κλίμα
της συνάντησης που είχε πρόσφατα με τους βιομήχανους της Βόρειας
Ελλάδας.
Κατά τα άλλα, συνέδεσε τη μείωση της ανεργίας με την
καπιταλιστική ανάπτυξη, που χρειάζεται επενδύσεις, για να πει ότι «ο
δημόσιος τομέας πρέπει να κάνει το ξεκίνημα για να τονώσουμε τον
ιδιωτικό τομέα». Να ρίξει χρήμα, δηλαδή, το κράτος για να «ανοίξουν οι
δουλειές» και να κάνουν επενδύσεις οι ιδιώτες, με επιδοτούμενο μάλιστα
ακόμα και το λεγόμενο «κόστος εργασίας». Αυτός είναι ο λόγος που ο
ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τη απομείωση του χρέους, και όχι βέβαια για να
εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες ζωής για το λαό.
Εργαζόμενοι και
άνεργοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από την πολιτική της
συγκυβέρνησης, που μόνη της ομολογεί ότι είναι συνέχεια της προηγούμενης
και φιλοδοξεί να προσαρμοστεί καλύτερα στις σύγχρονες ανάγκες των
επιχειρήσεων.