Δύο
βδομάδες πριν από τις εκλογές, όλα τα κόμματα - πλην ΚΚΕ - διακηρύσσουν
ότι η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης
είναι αδιαπραγμάτευτα. Μέσα σ' αυτό το καλούπι προσπαθούν να χωρέσουν
τις προεκλογικές εξαγγελίες τους για δήθεν μέτρα ανακούφισης του λαού,
αλλά στην πραγματικότητα διαγωνίζονται στα ψίχουλα.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να σηκώνει τη σημαία της «καλύτερης διαπραγμάτευσης» μέσα στην ΕΕ, για να τελειώνουν τάχα τα «μνημονιακά μέτρα» και η ΝΔ να επικαλείται τη «σταθερότητα» ως αναγκαία προϋπόθεση για το «τέλος των μνημονίων», ξέρουν όμως καλά και οι δύο ότι η αποδοχή του πλαισίου που έχουν διαμορφώσει οι στρατηγικές συμφωνίες της ΕΕ, είναι αυτή που βαραίνει στον καθορισμό των μισθών, των εργασιακών σχέσεων, της φορολογίας, των συντάξεων και της Κοινωνικής Ασφάλισης, συνολικά της ζωής της λαϊκής οικογένειας.
Μια τέτοια βασική συμφωνία είναι «Το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας», δηλαδή το «Σύμφωνο για το Ευρώ», όπως μετονομάστηκε, το οποίο συνήψαν το Μάρτη του 2011 τα 17 μέλη της Ευρωζώνης και έξι ακόμα χώρες της ΕΕ. Το Σύμφωνο αυτό έχει και μια πρόσθετη σημασία, καθώς έγινε σε συνθήκες που ήδη είχε εκδηλωθεί η καπιταλιστική κρίση και ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, είχαν ήδη υπαχθεί στα προγράμματα των μνημονίων. Από αυτήν τη σκοπιά, είναι το Σύμφωνο που καθορίζει την πορεία της ΕΕ και μετά την κρίση.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός - όπως αποτυπώνεται στο κείμενο συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (24-25 Μάρτη 2011) - ότι «το σύμφωνο αυτό επικεντρώνεται ιδίως σε τομείς που εμπίπτουν στην εθνική αρμοδιότητα και είναι κρίσιμοι για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την αποφυγή επιβλαβών ανισορροπιών. Η ανταγωνιστικότητα έχει ουσιώδη σημασία, ώστε να μπορέσει η ΕΕ να επιτύχει ταχύτερη και πλέον βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση».
Δηλαδή, τομείς που μέχρι τώρα ήταν ως ένα βαθμό αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων, επιτρέποντας μια σχετική ευελιξία στους ρυθμούς και το εύρος των ανατροπών, περνάνε κάτω από την αυστηρή εποπτεία των διακρατικών οργάνων της ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται το πλέγμα των «μνημονίων διαρκείας», που βαραίνουν τους λαούς σε όλα τα κράτη - μέλη, ανεξάρτητα από το αν η οικονομία τους είναι σε κρίση ή ανάπτυξη και από το ποιο κόμμα ασκεί τη διακυβέρνηση.
«Η νέα αυτή προσπάθεια προς ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για την ανταγωνιστικότητα (θα πρέπει να) είναι σύμφωνη με την υπάρχουσα οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και θα την ενισχύει, παρέχοντας προστιθέμενη αξία. Θα είναι συνεπής προς τα υφιστάμενα μέσα (Ευρώπη 2020, Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, Ολοκληρωμένες Κατευθυντήριες Γραμμές, Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και νέο πλαίσιο μακροοικονομικής εποπτείας) και θα αξιοποιεί τα μέσα αυτά. Θα περιλαμβάνει ειδική προσπάθεια πέραν των όσων ισχύουν ήδη καθώς και συγκεκριμένες δεσμεύσεις και δράσεις με μεγαλύτερες φιλοδοξίες από αυτές που έχουν συμφωνηθεί έως τώρα, θα συνοδεύεται δε από χρονοδιάγραμμα εφαρμογής. Οι νέες αυτές δεσμεύσεις θα ενσωματώνονται εφεξής στα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων και σταθερότητας και θα υπάγονται στο σύνηθες πλαίσιο εποπτείας, με την Επιτροπή να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παρακολούθηση της εφαρμογής των δεσμεύσεων και με τη συμμετοχή όλων των σχετικών συνθέσεων του Συμβουλίου και της Ευρωομάδας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εκτελεί πλήρως το ρόλο του, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές του. Οι κοινωνικοί εταίροι θα συμμετέχουν πλήρως σε επίπεδο ΕΕ μέσω της τριμερούς κοινωνικής συνόδου κορυφής».
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα Σύμφωνο που επιβάλλει την τήρηση των μέχρι τώρα αντεργατικών αποφάσεων και πρόσθετα μέτρα με αυστηρά χρονοδιαγράμματα εφαρμογής. Στον πυρήνα του είναι η «προώθηση της ανταγωνιστικότητας», που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.
Συγκεκριμένα για τη διαμόρφωση των μισθών σε σχέση και ΜΕ την ανταγωνιστικότητα, υπάρχει η εξής δέσμευση: «Η πρόοδος θα αξιολογείται βάσει της εξέλιξης των μισθών και της παραγωγικότητας και των αναγκών προσαρμογής της ανταγωνιστικότητας. Για την αξιολόγηση του κατά πόσον η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα, θα παρακολουθείται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) επί ορισμένο χρονικό διάστημα, συγκρινόμενο με τις εξελίξεις σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ και στους κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους. Για κάθε χώρα, θα αξιολογείται το ΚΕΑΜΠ για την οικονομία στο σύνολό της και για κάθε μείζονα κλάδο (μεταποίηση, υπηρεσίες, καθώς και κλάδοι διεθνώς εμπορεύσιμων και μη αγαθών)... Για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας απαιτείται δράση σε όλες τις χώρες, ιδιαίτερη όμως προσοχή θα δίνεται σε όσες αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις στον τομέα αυτόν».
Δηλαδή, χάριν της ανταγωνιστικότητας, οι μισθοί σε κάθε κράτος - μέλος θα συγκρίνονται με άλλες χώρες του ευρώ ή εμπορικούς εταίρους (π.χ. Βουλγαρία, Ρουμανία ή και χώρες όπως η Τουρκία, που είναι κρίσιμος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας) και σε συνάρτηση με αυτούς, θα διαμορφώνονται προς τα κάτω.
«(i)... μέτρα που να διασφαλίζουν ότι η εξέλιξη του κόστους συμβαδίζει με την παραγωγικότητα, όπως:
Οι υποχρεώσεις απέναντι στο «Σύμφωνο για το ευρώ», δεν περιορίζονται στο ζήτημα των μισθών και των εργασιακών σχέσεων, αλλά επεκτείνονται σε μέτρα για την Κοινωνική Ασφάλιση, την Υγεία και την Πρόνοια. Συγκεκριμένα, στο Σύμφωνο καθορίζεται πως:
«Προκειμένου να εξασφαλισθεί η πλήρης εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα δοθεί η μέγιστη προσοχή στα εξής:
Βιωσιμότητα των συντάξεων, της υγειονομικής περίθαλψης και των κοινωνικών παροχών.
Θα αξιολογούνται κατά κύριο λόγο βάσει των δεικτών κενού διατηρησιμότητας. Οι δείκτες αυτοί μετρούν το κατά πόσον τα επίπεδα χρέους είναι διατηρήσιμα με βάση τις τρέχουσες πολιτικές, ιδίως δε τα ισχύοντα συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και παροχών, λαμβανομένων υπόψη και των δημογραφικών παραγόντων.
Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και της επάρκειας των συστημάτων συντάξεων και κοινωνικών παροχών θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνουν:
(...) ευθυγράμμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προς την εθνική δημογραφική κατάσταση, για παράδειγμα με ευθυγράμμιση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης προς το προσδόκιμο ζωής ή με αύξηση των ποσοστών συμμετοχής, περιορισμό των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης και χρήση στοχοθετημένων κινήτρων για την απασχόληση των εργαζομένων προχωρημένης ηλικίας (ιδίως στην ομάδα ηλικίας άνω των 55 ετών)».
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι τόσο η ΝΔ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού δέχονται ως δεδομένες τις ευρωπαϊκές συνθήκες και συμφωνίες, επιχειρούν να εξαπατήσουν το λαό, όταν διακηρύσσουν ότι «τελειώνουμε με τα μνημόνια». Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εξηγήσει με δεδομένο το Σύμφωνο, τι θα κάνει με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για τους μισθούς. Μήπως μετά τα μνημόνια, έχει σκοπό να ...«σχίσει» και το «Σύμφωνο για το ευρώ»;
Τι αξιοπιστία έχουν όσα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ για τους μισθούς, όταν αποδέχεται όλον αυτόν τον ορυμαγδό που οριοθετεί για τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις το Σύμφωνο;
Ακόμα πιο πέρα: Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τη δημοσιονομική σταθερότητα, ανεξάρτητα με το τι θα γίνει με το υπάρχον συσσωρευμένο χρέος, δεν μπορεί παρά να βαδίσει στο δρόμο που ορίζει το Σύμφωνο για τομείς όπως η Κοινωνική Ασφάλιση, η Υγεία και η Πρόνοια. Ισως έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι μέχρι τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται τουλάχιστον φειδωλός προς την Κοινωνική Ασφάλιση, αφού πέραν της 13ης σύνταξης που λέει πως θα επαναφέρει και αυτή μόνο στους χαμηλοσυνταξιούχους, δε λέει κουβέντα για το υπόλοιπο αντιασφαλιστικό οικοδόμημα.
Και φυσικά δεν δεσμεύεται για την κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών νόμων, την κατάργηση των διατάξεων που αύξησαν τα όρια ηλικίας, επέβαλαν χαράτσια στις συντάξεις και λεηλάτησαν τα αποθεματικά των Ταμείων. Γιατί η δέσμευσή του στις ευρωπαϊκές γραφές καθορίζει και τα όρια των εξαγγελιών του. Και σ' αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνεπής «ευρωπαϊκή δύναμη»!
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να σηκώνει τη σημαία της «καλύτερης διαπραγμάτευσης» μέσα στην ΕΕ, για να τελειώνουν τάχα τα «μνημονιακά μέτρα» και η ΝΔ να επικαλείται τη «σταθερότητα» ως αναγκαία προϋπόθεση για το «τέλος των μνημονίων», ξέρουν όμως καλά και οι δύο ότι η αποδοχή του πλαισίου που έχουν διαμορφώσει οι στρατηγικές συμφωνίες της ΕΕ, είναι αυτή που βαραίνει στον καθορισμό των μισθών, των εργασιακών σχέσεων, της φορολογίας, των συντάξεων και της Κοινωνικής Ασφάλισης, συνολικά της ζωής της λαϊκής οικογένειας.
Μια τέτοια βασική συμφωνία είναι «Το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας», δηλαδή το «Σύμφωνο για το Ευρώ», όπως μετονομάστηκε, το οποίο συνήψαν το Μάρτη του 2011 τα 17 μέλη της Ευρωζώνης και έξι ακόμα χώρες της ΕΕ. Το Σύμφωνο αυτό έχει και μια πρόσθετη σημασία, καθώς έγινε σε συνθήκες που ήδη είχε εκδηλωθεί η καπιταλιστική κρίση και ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, είχαν ήδη υπαχθεί στα προγράμματα των μνημονίων. Από αυτήν τη σκοπιά, είναι το Σύμφωνο που καθορίζει την πορεία της ΕΕ και μετά την κρίση.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός - όπως αποτυπώνεται στο κείμενο συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (24-25 Μάρτη 2011) - ότι «το σύμφωνο αυτό επικεντρώνεται ιδίως σε τομείς που εμπίπτουν στην εθνική αρμοδιότητα και είναι κρίσιμοι για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την αποφυγή επιβλαβών ανισορροπιών. Η ανταγωνιστικότητα έχει ουσιώδη σημασία, ώστε να μπορέσει η ΕΕ να επιτύχει ταχύτερη και πλέον βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση».
Δηλαδή, τομείς που μέχρι τώρα ήταν ως ένα βαθμό αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων, επιτρέποντας μια σχετική ευελιξία στους ρυθμούς και το εύρος των ανατροπών, περνάνε κάτω από την αυστηρή εποπτεία των διακρατικών οργάνων της ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται το πλέγμα των «μνημονίων διαρκείας», που βαραίνουν τους λαούς σε όλα τα κράτη - μέλη, ανεξάρτητα από το αν η οικονομία τους είναι σε κρίση ή ανάπτυξη και από το ποιο κόμμα ασκεί τη διακυβέρνηση.
Μηχανισμός μόνιμης συμπίεσης των μισθών
Κύριο και πρώτο χαρακτηριστικό του Συμφώνου είναι ότι οι χώρες που το
συνυπογράφουν θα πρέπει να σέβονται όλες τις προϋπάρχουσες συνθήκες και
υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, η πρώτη κατευθυντήρια γραμμή αναφέρει:«Η νέα αυτή προσπάθεια προς ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για την ανταγωνιστικότητα (θα πρέπει να) είναι σύμφωνη με την υπάρχουσα οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και θα την ενισχύει, παρέχοντας προστιθέμενη αξία. Θα είναι συνεπής προς τα υφιστάμενα μέσα (Ευρώπη 2020, Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, Ολοκληρωμένες Κατευθυντήριες Γραμμές, Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και νέο πλαίσιο μακροοικονομικής εποπτείας) και θα αξιοποιεί τα μέσα αυτά. Θα περιλαμβάνει ειδική προσπάθεια πέραν των όσων ισχύουν ήδη καθώς και συγκεκριμένες δεσμεύσεις και δράσεις με μεγαλύτερες φιλοδοξίες από αυτές που έχουν συμφωνηθεί έως τώρα, θα συνοδεύεται δε από χρονοδιάγραμμα εφαρμογής. Οι νέες αυτές δεσμεύσεις θα ενσωματώνονται εφεξής στα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων και σταθερότητας και θα υπάγονται στο σύνηθες πλαίσιο εποπτείας, με την Επιτροπή να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παρακολούθηση της εφαρμογής των δεσμεύσεων και με τη συμμετοχή όλων των σχετικών συνθέσεων του Συμβουλίου και της Ευρωομάδας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εκτελεί πλήρως το ρόλο του, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές του. Οι κοινωνικοί εταίροι θα συμμετέχουν πλήρως σε επίπεδο ΕΕ μέσω της τριμερούς κοινωνικής συνόδου κορυφής».
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα Σύμφωνο που επιβάλλει την τήρηση των μέχρι τώρα αντεργατικών αποφάσεων και πρόσθετα μέτρα με αυστηρά χρονοδιαγράμματα εφαρμογής. Στον πυρήνα του είναι η «προώθηση της ανταγωνιστικότητας», που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.
Συγκεκριμένα για τη διαμόρφωση των μισθών σε σχέση και ΜΕ την ανταγωνιστικότητα, υπάρχει η εξής δέσμευση: «Η πρόοδος θα αξιολογείται βάσει της εξέλιξης των μισθών και της παραγωγικότητας και των αναγκών προσαρμογής της ανταγωνιστικότητας. Για την αξιολόγηση του κατά πόσον η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα, θα παρακολουθείται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) επί ορισμένο χρονικό διάστημα, συγκρινόμενο με τις εξελίξεις σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ και στους κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους. Για κάθε χώρα, θα αξιολογείται το ΚΕΑΜΠ για την οικονομία στο σύνολό της και για κάθε μείζονα κλάδο (μεταποίηση, υπηρεσίες, καθώς και κλάδοι διεθνώς εμπορεύσιμων και μη αγαθών)... Για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας απαιτείται δράση σε όλες τις χώρες, ιδιαίτερη όμως προσοχή θα δίνεται σε όσες αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις στον τομέα αυτόν».
Δηλαδή, χάριν της ανταγωνιστικότητας, οι μισθοί σε κάθε κράτος - μέλος θα συγκρίνονται με άλλες χώρες του ευρώ ή εμπορικούς εταίρους (π.χ. Βουλγαρία, Ρουμανία ή και χώρες όπως η Τουρκία, που είναι κρίσιμος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας) και σε συνάρτηση με αυτούς, θα διαμορφώνονται προς τα κάτω.
Σαρώνουν Εργασιακά - Ασφαλιστικό
Συμπληρωματικά στα παραπάνω, τα μέλη που υπογράφουν το Σύμφωνο, θα πρέπει να δίνουν «ιδιαίτερη προσοχή στις ακόλουθες μεταρρυθμίσεις»:«(i)... μέτρα που να διασφαλίζουν ότι η εξέλιξη του κόστους συμβαδίζει με την παραγωγικότητα, όπως:
- επανεξέταση του τρόπου καθορισμού μισθών και ημερομισθίων και, εφόσον απαιτείται, του βαθμού συγκέντρωσης της διαπραγματευτικής διαδικασίας και των μηχανισμών τιμαριθμοποίησης,
- μέριμνα, ώστε οι μισθολογικές συμφωνίες στο δημόσιο τομέα να στηρίζουν τις προσπάθειες που καταβάλλονται στον ιδιωτικό τομέα ως προς την ανταγωνιστικότητα (λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής ψυχολογικής επίδρασης των μισθών του δημόσιου τομέα).
- περαιτέρω άνοιγμα των προστατευόμενων κλάδων με τη λήψη μέτρων σε εθνικό επίπεδο, με σκοπό την άρση αδικαιολόγητων περιορισμών στις επαγγελματικές υπηρεσίες και τον τομέα της λιανικής, προκειμένου να προαχθούν ο ανταγωνισμός και η αποδοτικότητα (...)
- μέτρα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος...».
Οι υποχρεώσεις απέναντι στο «Σύμφωνο για το ευρώ», δεν περιορίζονται στο ζήτημα των μισθών και των εργασιακών σχέσεων, αλλά επεκτείνονται σε μέτρα για την Κοινωνική Ασφάλιση, την Υγεία και την Πρόνοια. Συγκεκριμένα, στο Σύμφωνο καθορίζεται πως:
«Προκειμένου να εξασφαλισθεί η πλήρης εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα δοθεί η μέγιστη προσοχή στα εξής:
Βιωσιμότητα των συντάξεων, της υγειονομικής περίθαλψης και των κοινωνικών παροχών.
Θα αξιολογούνται κατά κύριο λόγο βάσει των δεικτών κενού διατηρησιμότητας. Οι δείκτες αυτοί μετρούν το κατά πόσον τα επίπεδα χρέους είναι διατηρήσιμα με βάση τις τρέχουσες πολιτικές, ιδίως δε τα ισχύοντα συνταξιοδοτικά συστήματα και συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και παροχών, λαμβανομένων υπόψη και των δημογραφικών παραγόντων.
Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και της επάρκειας των συστημάτων συντάξεων και κοινωνικών παροχών θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνουν:
(...) ευθυγράμμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προς την εθνική δημογραφική κατάσταση, για παράδειγμα με ευθυγράμμιση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης προς το προσδόκιμο ζωής ή με αύξηση των ποσοστών συμμετοχής, περιορισμό των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης και χρήση στοχοθετημένων κινήτρων για την απασχόληση των εργαζομένων προχωρημένης ηλικίας (ιδίως στην ομάδα ηλικίας άνω των 55 ετών)».
Είναι δεσμευμένοι
Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές, η τήρηση όλων των παραπάνω οδηγεί
σε διαρκή αναπροσαρμογή των εισοδημάτων προς τα κάτω, σε σταθερή αύξηση
των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και μείωσης των συντάξεων, σε
σμπαράλιασμα των εργασιακών σχέσεων, της Υγείας και της Πρόνοιας.Γίνεται λοιπόν φανερό ότι τόσο η ΝΔ, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού δέχονται ως δεδομένες τις ευρωπαϊκές συνθήκες και συμφωνίες, επιχειρούν να εξαπατήσουν το λαό, όταν διακηρύσσουν ότι «τελειώνουμε με τα μνημόνια». Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εξηγήσει με δεδομένο το Σύμφωνο, τι θα κάνει με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για τους μισθούς. Μήπως μετά τα μνημόνια, έχει σκοπό να ...«σχίσει» και το «Σύμφωνο για το ευρώ»;
Τι αξιοπιστία έχουν όσα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ για τους μισθούς, όταν αποδέχεται όλον αυτόν τον ορυμαγδό που οριοθετεί για τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις το Σύμφωνο;
Ακόμα πιο πέρα: Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τη δημοσιονομική σταθερότητα, ανεξάρτητα με το τι θα γίνει με το υπάρχον συσσωρευμένο χρέος, δεν μπορεί παρά να βαδίσει στο δρόμο που ορίζει το Σύμφωνο για τομείς όπως η Κοινωνική Ασφάλιση, η Υγεία και η Πρόνοια. Ισως έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι μέχρι τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται τουλάχιστον φειδωλός προς την Κοινωνική Ασφάλιση, αφού πέραν της 13ης σύνταξης που λέει πως θα επαναφέρει και αυτή μόνο στους χαμηλοσυνταξιούχους, δε λέει κουβέντα για το υπόλοιπο αντιασφαλιστικό οικοδόμημα.
Και φυσικά δεν δεσμεύεται για την κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών νόμων, την κατάργηση των διατάξεων που αύξησαν τα όρια ηλικίας, επέβαλαν χαράτσια στις συντάξεις και λεηλάτησαν τα αποθεματικά των Ταμείων. Γιατί η δέσμευσή του στις ευρωπαϊκές γραφές καθορίζει και τα όρια των εξαγγελιών του. Και σ' αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνεπής «ευρωπαϊκή δύναμη»!