ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Αρνητικά σημάδια για την καπιταλιστική οικονομία της Ευρωζώνης

Οι ισχυρές τράπεζες της Ευρωζώνης θα πρέπει να οχυρωθούν με πρόσθετα κεφάλαια λόγω του κλίματος αβεβαιότητας που πυροδοτείται από την υποτονική ανάπτυξη και τις τάσεις αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με πληροφορίες της «Wall Street Journal» και της «Financial Times». Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μέσα στο Γενάρη έστειλε επιστολές σε ορισμένες τράπεζες της Ευρωζώνης και τους ζητά ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας ακόμη και πάνω από το 11% που έχει βάλει ως όριο. Εκτός από τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης για πρώτη φορά στην ιστορία της, η ΕΚΤ ζήτησε από συγκεκριμένες τράπεζες να βρουν πρόσθετα κεφάλαια ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένες για να απορροφήσουν τυχόν απώλειες από μια επιδείνωση της οικονομίας. Από το Δεκέμβρη, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ESM) που λειτουργεί υπό την αιγίδα της ΕΚΤ έστειλε επιστολές σε τράπεζες της Ευρωζώνης με διαφορετικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας για κάθε τράπεζα, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού και την ποιότητα των κεφαλαίων. Αναλυτές του τραπεζικού κλάδου, ωστόσο, διατυπώνουν ανησυχίες για το βαθμό που θα καταφέρουν οι τράπεζες να αντεπεξέλθουν στους νέους και υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, υποβάλλοντας τα σχέδιά τους στο βραχυπρόθεσμο μέλλον. Προκειμένου να περάσουν τα τεστ κοπώσεως τον προηγούμενο Οκτώβρη, οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν ήδη αντλήσει 40 δισ. ευρώ από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου κατά τη διάρκεια του 2014. Η Santander, η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ευρωζώνη, νωρίτερα αυτόν τον μήνα άντλησε 7,5 δισ. ευρώ, όπου το 60% των τοποθετήσεων προήλθε από κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds). Αυτά αναφέρονται σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής» 28/1/2015.
Για το ίδιο θέμα, η ιστοσελίδα «capital.gr», 26/1/2015, έγραφε ότι η Deutsche Bank AG, εξετάζει την πώληση ενός μέρους των δραστηριοτήτων λιανικής τραπεζικής δράσης για ενίσχυση των κεφαλαίων της, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Wall Street Journal». Με τις ευρωπαϊκές τράπεζες να αντιμετωπίζουν παρατεταμένη οικονομική αδυναμία στη Ζώνη του ευρώ και ιδιαίτερα χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, η ΕΚΤ προσπαθεί να θωρακίσει περαιτέρω τους ισολογισμούς των ιδρυμάτων, πιέζοντας για κεφαλαιακούς δείκτες που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σχεδόν τετραπλάσιοι σε σχέση με τα επίπεδα πριν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση.
Επανακαθορίζονται προς τα κάτω οι εκτιμήσεις
Το ζήτημα στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι μόνο η υπόδειξη της ΕΚΤ για αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά κυρίως ο λόγος για τον οποίο γίνεται. Και ναι μεν μπορεί να υπάρχουν κίνδυνοι για τα στοιχεία ενεργητικού και της ποιότητας των κεφαλαίων, μπορεί για παράδειγμα να έχουν ομόλογα που τα λένε «τοξικά» ή επικίνδυνα να λήξουν και να μην μπορούν να εισπραχτούν, ή να έχουν «κόκκινα δάνεια», αλλά οι τράπεζες πέρασαν από έλεγχο τον Οκτώβρη. Τώρα ανακάλυψαν τέτοιους κινδύνους; Γιατί τώρα, λοιπόν, τους ζητούν νέα αύξηση κεφαλαίων; Υπάρχει, επίσης, η ανάγκη αντιμετώπισης του αποπληθωρισμού, δηλαδή η ανάγκη να ρίξουν κεφάλαια στην αγορά για επενδύσεις, αλλά αυτό το αντιμετωπίζει η ΕΚΤ, αγοράζοντας διάφορα τραπεζικά προϊόντα, ακόμη και κρατικά ομόλογα. Αρα τι συμβαίνει; Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι «η ΕΚΤ ζήτησε από συγκεκριμένες τράπεζες να βρουν πρόσθετα κεφάλαια, ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένες για να απορροφήσουν τυχόν απώλειες από μια επιδείνωση της οικονομίας». Ο κίνδυνος, λοιπόν, επιδείνωσης της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ευρωζώνη είναι το πρόβλημα.
Μέσα στο Γενάρη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις για παγκόσμια ανάπτυξη σε 3,5% και 3,7% για την περίοδο 2015 - 16. Η οικονομία της Ιαπωνίας είναι σε ύφεση, της Ρωσίας σε κρίση, της Κίνας σε επιβράδυνση, αν και με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης ακόμη, (επίσημα λένε γύρω στο 7%). Οι ΗΠΑ έχουν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2,5%, αλλά στις ΗΠΑ «οι παραγγελίες για διαρκή αγαθά μειώθηκαν 3,4% το Δεκέμβριο έπειτα από υποχώρηση 2,1% το Νοέμβριο, όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Εμπορίου από την Ουάσιγκτον. Η μείωση ήταν απροσδόκητη και προκάλεσε ανησυχία στις ΗΠΑ και έντονες διακυμάνσεις στη Γουόλ Στριτ» («Τα Νέα» 28/1/2015, από το «Bloomberg»). Μάλιστα η Fed, η Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει τα μέτρα χαλάρωσης και δεν προχωρά στην αύξηση των επιτοκίων.
Βεβαίως, το ΔΝΤ αναφέρει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2% το 2015 και στο 1,4% το 2016, προβλέψεις που είναι κατά 0,2% και 0,3% χαμηλότερες από τις εκτιμήσεις που είχαν δημοσιευτεί τον Οκτώβρη. Πιο απαισιόδοξες είναι οι προβλέψεις για τις ισχυρότερες οικονομίες των «19» της Ευρωζώνης. Η οικονομική δραστηριότητα στη Γερμανία αναμένεται να επεκταθεί κατά 1,3% το 2015, δηλαδή χαμηλότερα κατά 0,2% από τις εκτιμήσεις του Οκτώβρη, και κατά 1,5% το 2016. Η ανάπτυξη στη Γαλλία εκτιμάται να κινηθεί στο 0,9% το 2015 και στο 1,3% το 2016 και στην Ιταλία σε 0,4% και 0,8%, αντίστοιχα. Στην Ισπανία, η οικονομία προβλέπεται να ενισχυθεί κατά 2% το 2015 και κατά 1,8% το 2016, αποτελώντας τη μοναδική από τις τέσσερις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης όπου έχει υπάρξει προς τα πάνω αναθεώρηση των εκτιμήσεων, σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Καθημερινής» 21/1/2015.
Στη Γερμανία δεν κάνουν επενδύσεις
Η στασιμότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης επιτείνεται με την επιβράδυνση της οικονομίας της Γερμανίας. Η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία δείχνει ότι οι εξαγωγές υποχώρησαν το Νοέμβρη για δεύτερο μήνα, καταγράφοντας πτώση 2,1%. Την ίδια στιγμή, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών είπε ότι η βιομηχανική παραγωγή έχει υποχωρήσει κατά 0,1%.
Υπάρχει, όμως, και άλλο ένα στοιχείο που δείχνει την επιβράδυνση της οικονομίας της Γερμανίας και αναφέρεται σε άρθρο στο «Bloomberg» («Καθημερινή», 15/1/2015). Ας το δούμε:
Η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας συνίσταται σε περίπου 3,7 εκατ. «μικρομεσαίες επιχειρήσεις», όσες δηλαδή έχουν ετήσιες πωλήσεις έως 50 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο, το επιχειρηματικό τους περιβάλλον επιδεινώνεται, είναι απρόθυμες για επενδύσεις και όσο φθηνό χρήμα κι αν προσπαθεί να τους χορηγήσει η ΕΚΤ, δεν ενδιαφέρονται να δανειστούν με σκοπό την επέκτασή τους. Αυτό είναι το συμπέρασμα έκθεσης που έδωσε στη δημοσιότητα η Ενωση Γερμανικών Ταμιευτηρίων, ύστερα από έρευνα που διεξήγαγε τον Οκτώβρη μεταξύ 330 εκ των 416 ταμιευτηρίων της χώρας και αφού εξέτασε τους ισολογισμούς τουλάχιστον του 25% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Από όσες γερμανικές επιχειρήσεις προχώρησαν πέρυσι σε επενδύσεις, μόλις 19,7% ανέφεραν την «επέκταση» ως κίνητρό τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2013 ήταν 27,5%. Το φετινό ποσοστό ήταν, άλλωστε, το χαμηλότερο από το 2010. Περισσότερες από τις μισές απλώς αντικατέστησαν παλαιό μηχανολογικό εξοπλισμό. Οι επενδύσεις παραμένουν στάσιμες στα περίπου 340 δισ. ευρώ ή στο 11,7% του ΑΕΠ. Από την έκθεση προκύπτει πως η απουσία επενδυτικής διάθεσης από πλευράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν οφείλεται στην έλλειψη εξωτερικής χρηματοδότησης ή σε ανεπάρκεια κεφαλαίων. Η βασική αιτία είναι οι συνεχείς οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες της νομισματικής ένωσης, καθώς και οι γεωπολιτικές κρίσεις, που έχουν επιτείνει τη στάση αναμονής πολλών επιχειρήσεων.
Στη Γερμανία, λοιπόν, υπάρχει δυστοκία στις επενδύσεις. Και αυτός είναι ένας δείκτης που μαζί με τους άλλους που προαναφέραμε δείχνει επίσης επιστροφή σε στασιμότητα. Το πρόβλημα αυτό διαπλέκεται με μια σειρά άλλα ανάμεσα στα οποία είναι και το γεγονός πως η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα καταληστεύονται προς όφελος της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Στον πυρήνα όμως του προβλήματος βρίσκονται άλυτες αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής που έχουν να κάνουν με την αναρχία, τον ανταγωνισμό, το κυνήγι του μέγιστου ποσοστού κέρδους.
Γι' αυτό εντείνεται άλλωστε η διαπάλη στην ΕΕ και την Ευρωζώνη για αλλαγή του μείγματος διαχείρισης, για χαλάρωση της δημοσιονομικής σταθερότητας, ποσοτική χαλάρωση, εξασφάλιση ρευστότητας μέσω των κρατικών προϋπολογισμών και των τραπεζών για τη στήριξη των επενδυτικών σχεδίων των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Στο πλαίσιο αυτής της διαπάλης εντάσσεται και η πολιτική που εξαγγέλλει η νέα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στη χώρα μας που επιδιώκει να παίξει καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνση της αλλαγής μείγματος σε συμμαχία με Ιταλία, Γαλλία κ.ά.