Πυκνώνουν τις τελευταίες μέρες οι δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων σχετικά με αυτό που, στη γλώσσα ΣΥΡΙΖΑ, ονομάζουν «έντιμο συμβιβασμό». Κι όσο πλησιάζει η ώρα για κάτι τέτοιο τόσο επιτείνεται η σύγχυση σχετικά με το τι ακριβώς θα αφορά αυτή η συμφωνία με τους δανειστές.
Ο πρωθυπουργός, με τη συνέντευξή του στο «Ρόιτερς», δήλωσε πως η κυβέρνησή του εργάζεται για να υπάρξει «ένας έντιμος συμβιβασμός (...) που θα σέβεται τόσο την πρόσφατη λαϊκή εντολή, όσο όμως και το πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης». Το ίδιο επανέλαβε και ο υπουργός Οικονομικών από τις ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι: «Πρέπει να είμαστε απολύτως προσηλωμένοι στο στόχο μας και απολύτως ενταγμένοι στη διαδικασία στην οποία συμμετέχουμε με ΔΝΤ - ΕΚΤ - ΕΕ».
Με «ένα το κρατούμενο» τη διατήρηση όλου του αντεργατικού πλαισίου, που χτίστηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, και θέτοντας ως κύρια προτεραιότητα την ανάκαμψη των κερδών των μονοπωλιακών ομίλων, είναι καθαρό ότι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης θα είναι σε βάρος του λαού.
Αν υπήρχε έστω και μια αμφιβολία για το πού το πάει η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της, ο υπουργός Οικονομικών φρόντισε με την ομιλία του στο «Brookings» να τη διαλύσει. Δήλωσε επί λέξει: «Το καθήκον της κυβέρνησής μας είναι να δεχτεί το πολιτικό κόστος μερικών δύσκολων αποφάσεων που είναι αναγκαίες, για να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των παγκόσμιων εταίρων μας».
Ποιες είναι αυτές οι δύσκολες αποφάσεις που θα έχουν πολιτικό κόστος; Κι αν είναι φιλολαϊκές, γιατί θα έχουν πολιτικό κόστος; Ο υπουργός απέφυγε, για μια ακόμα φορά, να γίνει συγκεκριμένος, όμως η διακήρυξή του, στη συνέχεια, για το στόχο της ανταγωνιστικότητας, που σε απλή μετάφραση σημαίνει πάντα μέτρα για την εξασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, δεν αφήνει περιθώρια για επανάπαυση.
Το νέο μνημόνιο που είναι στα σκαριά, όπως κι αν το ονομάσουν, μόνο αντιλαϊκό μπορεί να είναι. Δηλώσεις όπως «δεν θα πάρουμε υφεσιακά μέτρα» αφορούν στο κεφάλαιο. Η εργατική τάξη με ή χωρίς νέα μέτρα γίνεται κάθε μέρα φτωχότερη και μόνο από τη συνεχιζόμενη εφαρμογή όλων αυτών που δεν κατάργησε «με ένα νόμο», όπως έλεγε η κυβέρνηση.
Ηδη, ο υπουργός Εργασίας προσπαθεί να «αγοράσει χρόνο» με τον «κοινωνικό διάλογο» σε ό,τι αφορά τη «σταδιακή» επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, ενώ στην αγορά εργασίας μονιμοποιείται το καθεστώς των 400 ευρώ (ούτε καν τα 586 που προβλέπει η παραμένουσα σε ισχύ Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου). Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας τείνουν να γίνουν κυρίαρχες, αφού μ' αυτό το καθεστώς δουλεύουν οι μισοί απ' όσους καταφέρουν να βρουν δουλειά.
Κάθε νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας θεωρεί δεδομένο πως δεν θα βγει ποτέ σε σύνταξη, αφού ποτέ δεν θα μπορέσει να μαζέψει τα ένσημα. Για ποιες πρόωρες συντάξεις κοκορομαχεί, λοιπόν, ο αρμόδιος υπουργός, λέγοντας ότι μόνο αυτές θα καταργήσει; Το αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο που παραμένει σε ισχύ είναι η βάση, για να υπάρξει η όποια καπιταλιστική ανάκαμψη και αυτήν ακριβώς ευαγγελίζεται η κυβέρνηση.
Αυτό, για το οποίο η κυβέρνηση αναζητεί τρόπο να το πλασάρει στο λαό, είναι μόνο ένα: Η μονιμοποίηση της χρεοκοπίας του λαού, γιατί ευαγγέλιο και αυτής της κυβέρνησης παραμένει η πάση θυσία εξασφάλιση των καπιταλιστικών κερδών. Σ' αυτόν ακριβώς το στόχο, η κυβέρνηση θέλει τη λαϊκή συναίνεση που βεβαίως δεν πρέπει να δοθεί.
Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από τη στήλη «Η Αποψή μας», του «Ριζοσπάστη», Σάββατο 18 Απρίλη 2015.