Επιβεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη για τη διασφάλιση των «ωριμάνσεων» πριν από το 2012, αλλά κι από εδώ και πέρα
Χωρίς
να αποκαθιστά ούτε μέρος από τις τεράστιες απώλειες στους κλαδικούς
μισθούς που επιβλήθηκαν με την ΠΥΣ 6/2012 και χωρίς να κατοχυρώνει ούτε
τις «ωριμάνσεις» και τις πολυετίες που είχαν διανυθεί μέχρι τη στιγμή
της εφαρμογής της, διαμορφώνεται από το υπουργείο Εργασίας το σχέδιο
νόμου για τον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Σύμφωνα
με παράγοντες του υπουργείου, το σχέδιο νόμου που θα προωθηθεί προς
διαβούλευση στην ΟΚΕ και στη συνέχεια στη Βουλή, προβλέπει τη διατήρηση
μέχρι τις 30/9/2015 των ίδιων κατώτερων αμοιβών που ισχύουν μέχρι σήμερα
και την αναπροσαρμογή του κατώτερου μισθού από 1/10/2015 στα 650 ευρώ
μεικτά και από 1/7/2016 στα 751,39 ευρώ μεικτά ανεξαρτήτως ηλικίας.
Με
το ίδιο σχέδιο νόμου, πέραν της κατάργησης της ΠΥΣ, αλλά όχι των
επώδυνων αποτελεσμάτων που παρήγαγε κυρίως όσον αφορά τους κλαδικούς
μισθούς, συμπληρώνεται και τροποποιείται ο βασικός νόμος 1876/1990 για
τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς και η λειτουργία του ΟΜΕΔ.
Ετσι, όσον αφορά στους κλαδικούς μισθούς και γενικά στις Συβάσεις - πέραν του κατώτερου - το σχετικό άρθρο ορίζει ρητά ότι: «Συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις που έληξαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 της ΠΥΣ 6/2012 δεν αναβιώνουν». Εξαίρεση αποτελούν μόνο «Κανονισμοί
Εργασίας και Οργανισμοί Προσωπικού που καταρτίστηκαν με συλλογικές
συμβάσεις εργασίας οι οποίες έληξαν ή καταργήθηκαν σύμφωνα με την ΠΥΣ». Επί της ουσίας, οι κλαδικοί μισθοί - παρά τα παχιά προεκλογικά λόγια του ΣΥΡΙΖΑ - ξεκινούν από «μηδενική βάση».
«Γκρίζες ζώνες» για την ισχύ των Συμβάσεων
Ταυτόχρονα,
ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι από το νέο σχέδιο νόμου λείπει
ολόκληρο το άρθρο 7 του νόμου 1876/1990, το οποίο όριζε ρητά πως οι
ατομικές συμβάσεις ήταν επικρατέστερες μόνο στις περιπτώσεις που είχαν
καλύτερους όρους για τους εργαζόμενους.
«Οι όροι ατομικών
συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους
συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ' όσον παρέχουν
μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους», σημειωνόταν στον προηγούμενο
νόμο και το σημείο αυτό απαλείφεται από το νομοσχέδιο που ετοιμάζει η
κυβέρνηση, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο οι εργοδότες να οργιάζουν με
τις ατομικές συμβάσεις, ακόμα κι αν τελικά υπογραφεί κάποια κλαδική.
Επίσης,
στο σχέδιο νόμου έχει απαλειφθεί από το άρθρο 9 του 1876/1990 (στο
παρόν σχέδιο, άρθρο 7) το σημείο της πρώτης παραγράφου, με το οποίο
ορίζεται πως «κάθε συλλογική σύμβαση εργασίας που προβλέπει διάρκεια
ισχύος πέρα από ένα έτος, θεωρείται ότι έχει αόριστη διάρκεια», κάτι που
προκαλεί προβληματισμούς.
Το ίδιο έχει απαλειφθεί από το άρθρο 10
του 1876/1990 και η πρώτη παράγραφος όπου επίσης ρητά ορίζεται πως: «Αν
η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από περισσότερες ισχύουσες συλλογικές
συμβάσεις εργασίας, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο. Η
σύγκριση και η επιλογή των διατάξεων γίνεται κατά τις παρακάτω ενότητες:
α) ενότητα αποδοχών, β) λοιπά θέματα». Και αυτή η απάλειψη τουλάχιστον
αδυνατίζει την ρητή υπόδειξη του προηγούμενου νόμου ότι ισχύει για τον
εργαζόμενο η ευνοϊκότερη σύμβαση.
Τέλος, το σχέδιο νόμου προβλέπει
ότι αντικείμενο της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μπορεί να είναι και
ζητήματα που σχετίζονται με την ίδρυση Επαγγελματικών Ταμείων του νόμου
3029 του 2002. Με τον τρόπο αυτό και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να
δώσει ώθηση στη δημιουργία Επαγγελματικών Ταμείων, στο φόντο
συρρίκνωσης της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης κατ' απαίτηση του
κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.