Τα
μέτρα κατά της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης, δε στρέφονται μόνο κατά
των σημερινών συνταξιούχων ή των ασφαλισμένων που βρίσκονται σε ηλικία
κοντά στη σύνταξη. Κυρίως, στοχοποιούν τη νέα γενιά εργαζομένων,
ανεξάρτητα από το Ταμείο Ασφάλισης. Κατά των νέων ασφαλισμένων στρέφεται
αντικειμενικά και η αύξηση του αριθμού των ενσήμων από τα 4.500 στα
6.000 ένσημα για το δικαίωμα στην κατώτερη σύνταξη, όπως σχεδιάζουν με
τα διαβούλιά τους συγκυβέρνηση και τρόικα.
Το συγκεκριμένο μέτρο θα οδηγήσει με μαθηματική
ακρίβεια, όταν η σημερινή γενιά φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, που
πλέον έχει οριστεί - με το νέο σύστημα - στο 67ο έτος της ηλικίας, να
μην έχει τη δυνατότητα να λάβει καμία σύνταξη. Και αυτό δεν είναι
υπερβολή. Η πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ για το Ασφαλιστικό δείχνει ότι το
26% αυτών που συνταξιοδοτήθηκαν από το ΙΚΑ τα τελευταία χρόνια, μόλις
που μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την κατώτερη σύνταξη με 15 έτη ασφάλισης,
ενώ οι μισοί συνταξιούχοι πήραν σύνταξη με λιγότερα από 22 έτη
Ασφάλισης.
Στην περίπτωση, λοιπόν, που αυξηθούν τα ελάχιστα
ένσημα στα 6.000 και στα 6.500 ένσημα (στα 20 με 22,5 έτη ασφάλισης),
όπως σχεδιάζεται, οι μισοί συνταξιούχοι δε θα δικαιούνται σύνταξη. Κάτι
ανάλογο ισχύει για όλα σχεδόν τα Ταμεία. Και αν η συνταξιοδότηση είναι
μια δύσκολη υπόθεση για τους σημερινούς 65άρηδες, θα γίνει άπιαστο
όνειρο για τη νέα γενιά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, πως οι σημερινοί
εργαζόμενοι κάτω των 40 ετών, με το νόμο Σιούφα που ψηφίστηκε το 1992,
δέχτηκαν την πρώτη ομοβροντία των ανατροπών στην Ασφάλιση, με την οποία
αυξάνονταν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και μειώνονταν οι συντάξεις
τους. Με το νόμο αυτό, χαράχτηκε η πρώτη διαχωριστική γραμμή σε
«παλιούς» πριν το 1993 ασφαλισμένους και στους «νέους». Από τότε,
βέβαια, κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι των ανατροπών. Η επίθεση επεκτάθηκε
και σε άλλες ηλικιακές ομάδες και σε όλα τα Ταμεία.
Τώρα οι «νέοι» ασφαλισμένοι, με το νέο μέτρο,
κινδυνεύουν να μην κατοχυρώνουν καθόλου το δικαίωμα στη σύνταξη, αφού
πέρα από τη χειροτέρευση των όρων και των προϋποθέσεων στη
συνταξιοδότησή τους, έχουν δραματικά ανατραπεί και οι όροι εργασίας. Και
αυτό κάνει ακόμα πιο επώδυνη μια τέτοια ανατροπή.
Αξίζει μόνο να αναφερθεί ότι η ανεργία που παγιώνεται
σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα στη χώρα μας (27,8% το Α' τρίμηνο του 2014),
ειδικά στους νέους, είναι διπλάσια στην ηλικιακή ομάδα 15 έως 24
(56,7%) και αρκετά υψηλότερη (42,4%) στην επόμενη ηλικιακή ομάδα, από 25
έως 29 ετών.
Μάλιστα, η τάση αυτή δεν αποτελεί εγχώριο μόνο
φαινόμενο, αλλά πανευρωπαϊκό. Οι 3 στις 4 θέσεις που χάθηκαν, κατά τη
διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ήταν θέσεις
νέων μέχρι 24 ετών. Από τις 22,557 εκατ. θέσεις εργασίας που κατείχαν
νέοι μέχρι 24 ετών το 2008, το 2013 είχαν απομείνει 18,254 εκατ. θέσεις
εργασίας. Την ίδια στιγμή, η μερική απασχόληση σε αυτήν την ηλικιακή
ομάδα, από το 26,2% το 2008 εκτινάχτηκε στο 31,9% το 2013. Δηλαδή, το
1/3 των σημερινών νέων εργαζομένων, όταν εργάζονται, απασχολούνται σε
προσωρινές και ευέλικτες μορφές απασχόλησης, που δύσκολα εξασφαλίζουν
συνεχή ασφάλιση. Κατά συνέπεια, η προβολή αυτού του μέτρου στο μέλλον,
είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε μια γενιά που, μετά το τέλος του
εργασιακού της βίου, δε θα έχει καταφέρει να εξασφαλίσει κανένα εισόδημα
για να επιβιώσει. Και αυτό είναι μια εξέλιξη που όλοι οι εργαζόμενοι,
σύσσωμη η εργατική τάξη δεν πρέπει να το επιτρέψουν.
Αναδημοσίευση από τη στήλη «Η Άποψη μας» του Ριζοσπάστη της Τετάρτης 26 Νοέμβρη 2014.