Από την πρώτη στιγμή του ξεσπάσματος της καπιταλιστικής κρίσης και της
λήψης επώδυνων μέτρων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, κυβερνητικοί και
δημοσιολογούντες υπέρ των αντιλαϊκών ανατροπών πρόβαλλαν ξανά και ξανά
το επιχείρημα για την ανάγκη εξάλειψης των ελλειμμάτων του κρατικού
προϋπολογισμού και της «δημοσιονομικής σταθερότητας» του κράτους.
Παρ' όλα αυτά, πλήθος παρεμβάσεων και μέτρων καθόλου δεν αφορούσαν τα κρατικά ελλείμματα. Κάποια απ' αυτά, είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού εκτός του ότι έπλητταν τους εργαζόμενους, αφαιρώντας τους εισοδήματα, έφερναν μείωση και των κρατικών εσόδων. Για παράδειγμα, η μείωση των μισθών φέρνει μείωση του Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών.
Πέντε σχεδόν χρόνια μετά την ψήφιση και εφαρμογή τέτοιων μέτρων, η κυβέρνηση μαζί με την τρόικα κρατούν ψηλά στην ατζέντα και προγραμματίζουν την επέκταση και κλιμάκωση ακριβώς τέτοιου είδους παρεμβάσεων. Αλλωστε, η μόνιμη επωδός των αστικών επιτελείων το τελευταίο διάστημα είναι να εφαρμόσει η κυβέρνηση μεταρρυθμίσεις.
Ομως, γιατί επιμένουν για ανατροπές στο συνδικαλιστικό νόμο, με παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης, με δικαίωμα των εργοδοτών να κάνουν ανταπεργία; Γιατί συζητούν για την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, την υπονόμευση του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), στον οποίο μπορούσαν να καταφεύγουν τα συνδικάτα για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων; Γιατί θέλουν την κατάργηση όλου του θεσμικού πλαισίου για τις συλλογικές συμβάσεις και το Ασφαλιστικό;
Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας, που έχει αναλάβει εκ της θέσης του να φέρει σε πέρας τη συγκεκριμένη αποστολή. Μιλώντας σε εκδήλωση του ΕΒΕΑ, ο Γιάννης Βρούτσης, πριν δύο χρόνια, στις 10 Δεκέμβρη του 2012, έλεγε προς τους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου: «Ολα, μάλιστα, δείχνουν ότι ένας από τους βασικούς στόχους του προγράμματος προσαρμογής, δηλαδή η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% την τριετία 2012 - 2014, θα επιτευχθεί πλήρως»! Επικαλούμενος, μάλιστα, την Τράπεζα της Ελλάδας, δήλωνε ότι ο στόχος θα επιτευχθεί στο 16%, «με την ωρίμανση και πλήρη εφαρμογή των (σ.σ. αντεργατικών) παρεμβάσεων που έχουν γίνει».
Τα ζητήματα στα οποία επιμένουν αποτελούν αναδιαρθρώσεις υπέρ του κεφαλαίου για διευκόλυνση των επενδύσεων και έρχονται ως συνέχεια των προηγούμενων που έφεραν τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι. Μοχλός για τέτοιες αναδιαρθρώσεις ήταν τα μνημόνια.
Γι' αυτό η «ανάπτυξη» που τάζει η κυβέρνηση δεν αφορά στην εργατική τάξη, η οποία θα συνεχίσει να βρίσκεται στη μέγκενη των «διαρθρωτικών μετασχηματισμών», όπως εύσχημα ονομάζουν την καταλήστευση του εργατικού μόχθου οι ατζέντηδες της ανταγωνιστικότητας. Από εδώ και η επιμονή τους γι' αυτά τα νέα μέτρα και άλλα που σχεδιάζουν.
Βεβαίως, δε χρειάζεται να είναι κανένας «ειδικός» για να καταλάβει ότι η μείωση των μισθών κατά 30% φέρνει αντίστοιχες απώλειες για το κράτος από το Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών, αλλά ενισχύει τα κέρδη των καπιταλιστών. Το ίδιο γίνεται και με τα έσοδα του ΙΚΑ και άλλων ασφαλιστικών οργανισμών (π.χ., ΟΑΕΔ), τα οποία επίσης μειώνονται δραστικά. Ταυτόχρονα όμως, μειώνουν τις συντάξεις και τις παροχές υγείας.
Επίσης, η πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων σημαίνει μεγαλύτερη ευκολία για τους εργοδότες να απαλλάσσονται από εργατικό δυναμικό όταν δεν το χρειάζονται, επειδή μειώνεται η παραγωγή, όπως τώρα στην κρίση, ή όταν αναδιοργανώνουν την επιχείρηση, εντατικοποιώντας ταυτόχρονα τη δουλειά, βγάζοντας μεγαλύτερη παραγωγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών με λιγότερο εργατικό δυναμικό.
Θα σκεφτεί κανείς: Καλά όλα αυτά, αλλά τι επιδιώκουν με το συνδικαλιστικό νόμο; Οι μεγαλοεπιχειρηματίες, για να επενδύσουν και να έχουν σίγουρα και μεγάλα κέρδη, θέλουν ένα συνδικαλιστικό κίνημα ή συνέταιρό τους ή, αν είναι δυνατό, «στο γύψο». Δε θέλουν διεκδικήσεις και αγώνες. Αυτήν τους την απαίτηση ικανοποιεί η υπόθεση αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου σε αντιδραστική κατεύθυνση.
Σε αυτούς τους εκβιασμούς, που κάθε φορά ανασύρουν για να προωθήσουν νέες ανατροπές, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υποκύψουν. Τα όποια «ελλείμματα» δεν είναι δημιούργημα του κόσμου. Ποτέ και πουθενά, ο λαός δεν έζησε «πάνω από τις δυνατότητές του», όπως προκλητικά ισχυρίζονται. Οι εργαζόμενοι, τόσο στην περίοδο της γοργής καπιταλιστικής ανάπτυξης, των μεγάλων ρυθμών διόγκωσης του παραγόμενου πλούτου, όσο και σε συνθήκες κρίσης, ποτέ δεν κάλυψαν τις ανάγκες τους.
Ο λαός ποτέ δε «χόρτασε ψωμί» και ας συσσωρεύονταν δίπλα του αμύθητα πλούτη. Πάντοτε επιβίωνε κάτω από αυτό που προσέφερε με την εργασία του και πολύ κάτω από τις σύγχρονες ανάγκες του. Αλλωστε και το κρατικό χρέος που επικαλούνται, δημιουργήθηκε σε συνθήκες «ανάπτυξης» και η διόγκωσή του συνοδεύτηκε με ύμνους περί «ισχυρής Ελλάδας». Γι' αυτό οι υποσχέσεις τους για τη «νέα ανάπτυξη», η προπαγάνδα για τους «καρπούς» που θα γευτεί ο λαός όταν βγούμε από το τούνελ των δημοσιονομικών περιορισμών, είναι πέρα για πέρα ψεύτικες.
Οσο κουμάντο στην οικονομία κάνουν τα μονοπώλια, όσο τα κλειδιά της οικονομίας είναι στα χέρια των καπιταλιστών, οι εργαζόμενοι δε θα δούνε «άσπρη μέρα». Και αυτό δε θα αλλάξει με όποιο μείγμα διαχείρισης και αν εφαρμοστεί μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα. Αυτό απέδειξαν και τα χρόνια της κρίσης και τα χρόνια της «ανάπτυξης» που προηγήθηκαν.
Παρ' όλα αυτά, πλήθος παρεμβάσεων και μέτρων καθόλου δεν αφορούσαν τα κρατικά ελλείμματα. Κάποια απ' αυτά, είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού εκτός του ότι έπλητταν τους εργαζόμενους, αφαιρώντας τους εισοδήματα, έφερναν μείωση και των κρατικών εσόδων. Για παράδειγμα, η μείωση των μισθών φέρνει μείωση του Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών.
Πέντε σχεδόν χρόνια μετά την ψήφιση και εφαρμογή τέτοιων μέτρων, η κυβέρνηση μαζί με την τρόικα κρατούν ψηλά στην ατζέντα και προγραμματίζουν την επέκταση και κλιμάκωση ακριβώς τέτοιου είδους παρεμβάσεων. Αλλωστε, η μόνιμη επωδός των αστικών επιτελείων το τελευταίο διάστημα είναι να εφαρμόσει η κυβέρνηση μεταρρυθμίσεις.
Ομως, γιατί επιμένουν για ανατροπές στο συνδικαλιστικό νόμο, με παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης, με δικαίωμα των εργοδοτών να κάνουν ανταπεργία; Γιατί συζητούν για την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, την υπονόμευση του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), στον οποίο μπορούσαν να καταφεύγουν τα συνδικάτα για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων; Γιατί θέλουν την κατάργηση όλου του θεσμικού πλαισίου για τις συλλογικές συμβάσεις και το Ασφαλιστικό;
Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας, που έχει αναλάβει εκ της θέσης του να φέρει σε πέρας τη συγκεκριμένη αποστολή. Μιλώντας σε εκδήλωση του ΕΒΕΑ, ο Γιάννης Βρούτσης, πριν δύο χρόνια, στις 10 Δεκέμβρη του 2012, έλεγε προς τους εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου: «Ολα, μάλιστα, δείχνουν ότι ένας από τους βασικούς στόχους του προγράμματος προσαρμογής, δηλαδή η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% την τριετία 2012 - 2014, θα επιτευχθεί πλήρως»! Επικαλούμενος, μάλιστα, την Τράπεζα της Ελλάδας, δήλωνε ότι ο στόχος θα επιτευχθεί στο 16%, «με την ωρίμανση και πλήρη εφαρμογή των (σ.σ. αντεργατικών) παρεμβάσεων που έχουν γίνει».
Για τις επενδύσεις και τα κέρδη
Για
ποιόν, λοιπόν, γίνονταν οι ανατροπές; Η απάντηση είναι μονοσήμαντη. Για
τα κέρδη των καπιταλιστών. Για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και
της κερδοφορίας των καπιταλιστικών ομίλων. Αυτή υπαγόρευε την επίθεση
στα εργατικά δικαιώματα και στους μισθούς, αυτή η ανάγκη καθοδηγεί και
τις νέες παρεμβάσεις που σχεδιάζονται για τα επόμενα χρόνια, καθώς ήδη η
τριετία και οι στόχοι που είχαν τεθεί με το μεσοπρόθεσμο
συμπληρώνονται. Γι' αυτό η στρατηγική αυτή έχει συνέχεια, δεν
ανακόπτεται, αλλά με το πέρασμα του χρόνου κλιμακώνεται, όπως ακριβώς
και το κυνήγι του κέρδους από τους καπιταλιστές.Τα ζητήματα στα οποία επιμένουν αποτελούν αναδιαρθρώσεις υπέρ του κεφαλαίου για διευκόλυνση των επενδύσεων και έρχονται ως συνέχεια των προηγούμενων που έφεραν τα μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι. Μοχλός για τέτοιες αναδιαρθρώσεις ήταν τα μνημόνια.
Γι' αυτό η «ανάπτυξη» που τάζει η κυβέρνηση δεν αφορά στην εργατική τάξη, η οποία θα συνεχίσει να βρίσκεται στη μέγκενη των «διαρθρωτικών μετασχηματισμών», όπως εύσχημα ονομάζουν την καταλήστευση του εργατικού μόχθου οι ατζέντηδες της ανταγωνιστικότητας. Από εδώ και η επιμονή τους γι' αυτά τα νέα μέτρα και άλλα που σχεδιάζουν.
Βεβαίως, δε χρειάζεται να είναι κανένας «ειδικός» για να καταλάβει ότι η μείωση των μισθών κατά 30% φέρνει αντίστοιχες απώλειες για το κράτος από το Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών, αλλά ενισχύει τα κέρδη των καπιταλιστών. Το ίδιο γίνεται και με τα έσοδα του ΙΚΑ και άλλων ασφαλιστικών οργανισμών (π.χ., ΟΑΕΔ), τα οποία επίσης μειώνονται δραστικά. Ταυτόχρονα όμως, μειώνουν τις συντάξεις και τις παροχές υγείας.
Επίσης, η πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων σημαίνει μεγαλύτερη ευκολία για τους εργοδότες να απαλλάσσονται από εργατικό δυναμικό όταν δεν το χρειάζονται, επειδή μειώνεται η παραγωγή, όπως τώρα στην κρίση, ή όταν αναδιοργανώνουν την επιχείρηση, εντατικοποιώντας ταυτόχρονα τη δουλειά, βγάζοντας μεγαλύτερη παραγωγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών με λιγότερο εργατικό δυναμικό.
Θα σκεφτεί κανείς: Καλά όλα αυτά, αλλά τι επιδιώκουν με το συνδικαλιστικό νόμο; Οι μεγαλοεπιχειρηματίες, για να επενδύσουν και να έχουν σίγουρα και μεγάλα κέρδη, θέλουν ένα συνδικαλιστικό κίνημα ή συνέταιρό τους ή, αν είναι δυνατό, «στο γύψο». Δε θέλουν διεκδικήσεις και αγώνες. Αυτήν τους την απαίτηση ικανοποιεί η υπόθεση αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου σε αντιδραστική κατεύθυνση.
Εκβιασμοί και αυταπάτες
Ολα
αυτά είναι πέρα για πέρα «φυσικό» να συμβαίνουν μέσα σε μια οικονομία
όπου μέγιστο κριτήριο και κινητήρια δύναμη είναι η επίτευξη του μέγιστου
επιχειρηματικού κέρδους. Σε αυτήν τη «φυσική πορεία», ο νόμος του
καπιταλιστικού κέρδους θυσιάζει εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτή είναι η
ανάπτυξη που πρεσβεύουν. Γι' αυτό θεωρούν «καταστροφή» για την οικονομία
τη μη εφαρμογή τέτοιων αναδιαρθρώσεων, σ' αυτό προσπαθούν να
παγιδεύσουν τους εργαζόμενους, να εκφοβίσουν και να τρομοκρατήσουν.Σε αυτούς τους εκβιασμούς, που κάθε φορά ανασύρουν για να προωθήσουν νέες ανατροπές, οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υποκύψουν. Τα όποια «ελλείμματα» δεν είναι δημιούργημα του κόσμου. Ποτέ και πουθενά, ο λαός δεν έζησε «πάνω από τις δυνατότητές του», όπως προκλητικά ισχυρίζονται. Οι εργαζόμενοι, τόσο στην περίοδο της γοργής καπιταλιστικής ανάπτυξης, των μεγάλων ρυθμών διόγκωσης του παραγόμενου πλούτου, όσο και σε συνθήκες κρίσης, ποτέ δεν κάλυψαν τις ανάγκες τους.
Ο λαός ποτέ δε «χόρτασε ψωμί» και ας συσσωρεύονταν δίπλα του αμύθητα πλούτη. Πάντοτε επιβίωνε κάτω από αυτό που προσέφερε με την εργασία του και πολύ κάτω από τις σύγχρονες ανάγκες του. Αλλωστε και το κρατικό χρέος που επικαλούνται, δημιουργήθηκε σε συνθήκες «ανάπτυξης» και η διόγκωσή του συνοδεύτηκε με ύμνους περί «ισχυρής Ελλάδας». Γι' αυτό οι υποσχέσεις τους για τη «νέα ανάπτυξη», η προπαγάνδα για τους «καρπούς» που θα γευτεί ο λαός όταν βγούμε από το τούνελ των δημοσιονομικών περιορισμών, είναι πέρα για πέρα ψεύτικες.
Οσο κουμάντο στην οικονομία κάνουν τα μονοπώλια, όσο τα κλειδιά της οικονομίας είναι στα χέρια των καπιταλιστών, οι εργαζόμενοι δε θα δούνε «άσπρη μέρα». Και αυτό δε θα αλλάξει με όποιο μείγμα διαχείρισης και αν εφαρμοστεί μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα. Αυτό απέδειξαν και τα χρόνια της κρίσης και τα χρόνια της «ανάπτυξης» που προηγήθηκαν.
Γ. Ζαχ.