Η
αστική τάξη δεν κρύβει λόγια. Προβάλλει ευθέως τα συμφέροντά της, κάνει
καθαρό ποια πολιτική πρέπει με συνέπεια να ακολουθηθεί, ώστε να
υπηρετείται ο ένας και μοναδικός σκοπός που είναι η όσο το δυνατόν
αδιατάρακτη αύξηση των κερδών. Ετσι, ενόψει της εξόδου στις αγορές και
ενώ στο εσωτερικό της χώρας αναπτύσσεται ένας «καβγάς» για το ποια
πολιτική δύναμη μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα αυτήν την προοπτική,
έρχονται μια σειρά από άρθρα και παρεμβάσεις από αστικά επιτελεία που
βάζουν τα πράγματα στη θέση τους:
Κάνουν καθαρό ότι το κρίσιμο δεν είναι ποιος θα
κυβερνήσει αλλά τι θα κάνει. Αυτό που πρέπει να εξασφαλίζεται είναι η με
κάθε τρόπο στήριξη του «δικαιώματος» του κεφαλαίου στο μέγιστο κέρδος.
Αυτή η αξίωση, που παριστάνουν πως δεν ακούν οι «καβγαδίζοντες» στο
πολιτικό προσκήνιο, προσδιορίζει τα πραγματικά προαπαιτούμενα του
κεφαλαίου.
Οταν, για παράδειγμα, η αστική τάξη ζητά να
εξασφαλίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση η «δημοσιονομική ουδετερότητα»,
αυτό σημαίνει ότι τα όποια κυβερνητικά μέτρα αφορούν ζητήματα
κοινωνικής πολιτικής να μη δημιουργούν κόστος στο κρατικό ταμείο, του
οποίου τα έσοδα έχουν μία και μόνο αποστολή: Να είναι διαθέσιμα στους
καπιταλιστές. Το λένε ωμά: Κόψε το λαιμό σου πού θα βρεις χρήματα για το
Ασφαλιστικό και την Πρόνοια, να κάνετε μπίζνες, λένε στις τοπικές
διοικήσεις, αρκεί να μη φορτώνεται με κόστος το κρατικό ταμείο.
Οταν λένε πως πρέπει να διασφαλιστεί ότι «οι
προοπτικές κερδοφορίας της ελληνικής παραγωγής θα είναι καλές για αρκετό
καιρό και η επιδίωξη του κέρδους θα παραμείνει προστατευόμενη κοινωνική
δραστηριότητα», κάνουν απόλυτα καθαρό ότι η κυβερνητική πολιτική
οφείλει όχι μόνο να δημιουργεί συνθήκες αύξησης των καπιταλιστικών
κερδών αλλά και πείθει το λαό ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του.
Οταν λένε «να διασφαλιστεί ότι θα συνεχιστούν οι
μεταρρυθμίσεις» και, για να μη δημιουργείται αμφιβολία συμπληρώνουν
χαρακτηριστικά, «η Ελλάδα δε θα επαναφέρει κορπορατίστικες ρυθμίσεις και
ειδικά προνόμια που καταργήθηκαν τα τελευταία χρόνια», αξιώνουν
συνέπεια τόσο στις ανατροπές όσο και στην κατάργηση κατακτήσεων, που
κατ' αυτούς συνιστούν προνόμια εργαζομένων.
Και όταν, τέλος και κύρια, αξιώνουν κάθε πολιτικό
κόμμα που διεκδικεί την κυβέρνηση να δηλώσει πίστη στο «σύστημα αξιών
στο οποίο συλλογικώς "ορκίζονται" τα κράτη του δυτικού συνασπισμού»,
εννοούν ότι πρέπει να διακηρύσσεται με κάθε τρόπο πως ο καπιταλισμός
είναι «ένα το κρατούμενο». Και εφόσον αυτό διακηρυχθεί, είναι αυτονόητο
ότι πρέπει να «διατηρηθεί ο σεβασμός για τις δικαιοπραξίες που συνάπτουν
τα πρόσωπα, νομικά και φυσικά, χωρίς την απειλή κρατικοποιήσεων και
άλλων "επαναστατικών" εκκαθαρίσεων».
Με δεδομένο ότι αυτά είναι ορισμένα από τα πραγματικά
προαπαιτούμενα που θέτει η αστική τάξη για την όποια κυβέρνηση της
χώρας και πως αυτά τα προαπαιτούμενα είναι αιτία πολέμου για το εργατικό
κίνημα που επιβάλλεται να βάλει κάθε εμπόδιο στην ικανοποίησή τους,
αυτό που μένει ανοιχτό είναι η απάντηση του κάθε επίδοξου κυβερνήτη. Η
συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ έχει ήδη απαντήσει θετικά σ' αυτές τις αξιώσεις
μέσα από την κυβερνητική της πολιτική. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, πριν δύο
μέρες, έλεγε ότι η κυβέρνησή του «δε θα δεχτεί κανένα προαπαιτούμενο» σε
σχέση με τη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με την τρόικα. Εχει, όμως,
ήδη αποδεχτεί τα κύρια προαπαιτούμενα που απαιτεί το κεφάλαιο, τους
ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τις δεσμεύσεις της ΕΕ, την υπεράσπιση
της ανταγωνιστικότητας, συνολικά το σημερινό καπιταλιστικό δρόμο
ανάπτυξης. Αυτό που μένει είναι να αποδείξει στην αστική τάξη ότι με τη
δικιά του διαχείριση θα τα καταφέρει καλύτερα από ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.
Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από τη στήλη «Η Αποψή μας» του Ριζοσπάστη, Παρασκευή 14 Νοέμβρη 2014.